Πνίγομαι. Μου κλέβουν τον αέρα. Στο τρένο, στο λεωφορείο, στο ασανσέρ. Κάποιος μιλά στο τηλέφωνο και τα λόγια του βουίζουν στο κεφάλι μου. Κάποιος άλλος σπρώχνει και σε λίγο δε θα μπορώ να ανασάνω. Θέλω να κατέβω, θέλω να βγω έξω. Τα πόδια μου δε με κρατάνε. Οι παλάμες μου έχουν ιδρώσει. Κρυώνω, αλλά πρέπει να βγάλω τη ζακέτα μου. Με περιορίζει κι άλλο. Οι παλμοί μου χτυπούν τόσο δυνατά στο λαιμό μου. Νιώθω πως η καρδιά μου θα εκραγεί. Σφίγγω τα χέρια μου μεταξύ τους, γιατί τα νιώθω να μουδιάζουν.

Θέλω να καθίσω, αλλά κι αν καθίσω θα πρέπει να σηκωθώ. Δεν μπορώ να σταθώ σε ένα σημείο. Δεν ηρεμώ πουθενά. Ένα κενό απ’ το στομάχι μέχρι το λαιμό μου. Σαν να νέκρωσα εκεί. Αναπνέω μηχανικά και δε μου φτάνει το οξυγόνο. Στο κρεβάτι, όταν ξαπλώνω, δε βολεύομαι. Ψάχνω απελπισμένα εκείνη τη θέση του κορμιού μου, που θα με γαληνεύσει έστω για λίγο. Κι αν κοιμηθώ, θα ξυπνήσω; Η ταχυπαλμία και πάλι κυριεύει το μυαλό μου. Νυστάζω.

Αφιλόξενο πια το σώμα μου. Με εγκαταλείπει κάθε μέρα και περισσότερο. Και παραιτούμαι. Από παρέες, από δουλειές, από διασκεδάσεις. Δεν μπορώ να είμαι εκεί. Κι αν είμαι, απλώς δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Όλοι ζουν μια ζωή εκεί έξω κι εγώ ζω άλλη μια μέσα στο κεφάλι μου. Χωρίς ποτέ να μπορώ να εξηγήσω τι συμβαίνει και χωρίς κανείς να μπορεί να καταλάβει. Ξέρεις πώς είναι να μην ελέγχεις το μυαλό σου; Να αισθάνεσαι πως κάποιος, κάτι άλλο διαλέγει για σένα αντί για σένα; Κι αυτός ο κάποιος κι αυτό το κάτι να είσαι κατ’ ουσία εσύ ο ίδιος;

Δεν μπορώ να ζω έτσι, δε θέλω. Δεν έχει νόημα απλώς να περιφέρομαι και να μετράω πάντα την απόστασή μου απ’ τα χειρότερα. Θέλω να ξαναείμαι όπως παλιά. Όπως τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ανέμελο κι ελεύθερο. Αποζητώ την ομορφιά της απλότητας. Τότε που αφηνόμουν στον ήχο της θάλασσας, στο άρωμα ενός ζεστού καφέ, στη γεύση ενός γλυκού κρασιού. Τότε που μπορούσα να χαζεύω στο τέρμα του ορίζοντα, να οδηγάω με προορισμό το οπουδήποτε, να ζω χωρίς εξόδους διαφυγής.

Γι’ αυτό και νικάω, όμως. Γιατί ακόμα θέλω! Χάρη στις κρίσεις πανικού συνειδητοποίησα πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Όταν ακόμη κι η ίδια σου η ανάσα είναι άβολη, ξένη, όταν το να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι είναι άθλος και το να απομακρυνθείς πέντε βήματα απ’ το σπίτι σου μοιάζει ρίσκο, τότε καταλαβαίνεις τι τελικά έχει αξία. Τα άγχη για το παρακάτω μου στέρησαν το εδώ και τώρα. Μα τα κερδίζω πίσω, γιατί ποτέ πριν τα απλά πράγματα δεν είχαν για μένα τη σημασία που έχουν τώρα.

Με τα ακουστικά στ’ αφτιά, για να μη με ζαλίζουν οι ήχοι τριγύρω, με τα μάτια κλειστά για να μη νιώθω την πίεση του κόσμου, με ένα στιλό κι ένα χαρτί για να ξορκίζω τους φόβους μου, με ένα μπουκαλάκι νερό στο χέρι για να καταπίνονται οι κόμποι, με άνετα παπούτσια και βαμβακερά, βολικά ρούχα, με ένα βιβλίο, ένα φυλαχτό, μια καραμέλα ή ένα κομπολόι για να απασχολώ τα χέρια μου, διεκδικώ και πάλι το δικαίωμά μου στη ζωή.

Δεν έχω βρει τις λύσεις, μα έχω βρει τις σωτηρίες. Ξεγελάω τον δαίμονα που στοίχειωσε τις σκέψεις μου, μέχρι να τον προσπεράσω για τα καλά. Κι όταν φοβάμαι κι όταν ταράζομαι, τότε γέρνω στο πλάι το κεφάλι μου και χαμογελάω. Χωρίς λόγο. Δείχνω στους φόβους μου την πρόθεσή μου να τους παλέψω κατά μέτωπο.

Δεν ξέρω αν θα βρουν τη δύναμη να με κερδίσουν. Ξέρω, όμως, πως καιρό τώρα με κερδίζουν, γιατί τους το έχω επιτρέψει. Κι είναι πολλά αυτά που δεν έχω ζήσει ακόμα, για να τους τα χαρίσω έτσι απλά. Ακόμα και με δύσκολες ανάσες, με παγωμένα χέρια, με λυγισμένα γόνατα, με τρομαγμένα μάτια, εγώ θα παλέψω και θα τα καταφέρω. Με τις καλές μου αναμνήσεις για όπλα και με τα όνειρά μου για κίνητρα ξέρω πως δεν πρόκειται να νικηθώ.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη