Υπάρχει ένα έγκλημα που δεν ποινικοποιήθηκε ποτέ. Υπάρχει ένα παράπτωμα που κανένας δικαστής δεν τόλμησε να δικάσει. Υπάρχει μια παράβαση που κανείς δεν τιμωρεί, αλλά αυτοτιμωρείται απ’ την ίδια της τη φύση. Κρίνεται απ’ την ίδια καρδιά που τη γέννησε, δικάζεται και καταδικάζεται απ’ τον ίδιο άνθρωπο που προέβη σε αυτή. Και λέγεται αγάπη.

Αγάπη. Ένας κόσμος έκνομος, ένας κόσμος που δεν του χωρούν κανόνες, όρια, ερωτικά ισοζύγια, ένας κόσμος που δεν έμαθε ποτέ τι σημαίνει ισονομία, ισότητα, δικαιοσύνη. Ένας κόσμος που γεννιέται στον παραλογισμό και κινδυνεύει να καταστραφεί πάλι απ’ αυτόν. Ένας κόσμος που πορεύεται σε δυο λεπτές γραμμές υποκειμενικότητας· μία εκείνου που αγαπά και μία εκείνου που αγαπιέται.

Είναι η αγάπη ανθρώπινο δικαίωμα; Είναι δικαίωμα το να αγαπήσεις ή το να αγαπηθείς; Ή μήπως και τα δύο; Κι αν είναι δικαίωμά σου να αγαπήσεις, ποιος νομοθέτης μπορεί να δεσμεύσει κάποιον να δεχτεί την αγάπη σου; Κι αν είναι δικαίωμά σου να αγαπηθείς, ποιος νομοθέτης μπορεί να υποχρεώσει κάποιον να σε αγαπήσει;

Η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, είπε κάποτε η δημοκρατία. Είναι όμως η αγάπη προϊόν δημοκρατίας; Μπορεί να επιβληθεί ή να εξαναγκασθεί; Μπορεί να μοιραστεί δίκαια; Μπορεί αυτός που αγαπά να μην πληγώνει κι αυτός που αγαπιέται να μην εκμεταλλεύεται; Μπορεί αυτός που αγαπά να μην υπερβάλει κι αυτός που αγαπιέται να μην πιέζεται;

Όσοι αγάπησαν, όσοι αγαπούν δεν είναι τόσο αθώοι. Γιατί παραβίασαν μια καρδιά που δε βρήκε ποτέ τη δύναμη να τους καταγγείλει. Παραβίασαν μια καρδιά και την έπεισαν να τους παραδοθεί με όχι απαραίτητα θεμιτά μέσα. Κι αν την παραπλάνησαν; Κι αν της έταξαν και την κορόιδεψαν; Κι αν εκείνη μόνη της παραπλανήθηκε; Κι αν μόνη της πίστεψε σε υποσχέσεις που ήταν απλώς λόγια του αέρα; Κι αν της ζήτησαν λίγα κι εκείνη έδωσε πολλά; Κι αν της τα κοστολόγησαν άδικα και τα ξεπούλησε όσο όσο σε ένα παράνομο παζάρι συναισθημάτων;

Η αγάπη μόνο παράνομη θα μπορούσε να είναι. Απλά και μόνο γιατί αν ήταν νόμιμη δε θα ήταν γλυκιά, δε θα ήταν μοναδική. Θα ήταν μια κόπια ίδιων πραγμάτων που θα είχαν τυποποιηθεί προκειμένου να τηρούν το γράμμα του νόμου. Θα απαρνιόταν μια για πάντα τη διαφορετικότητά της.

Αν η αγάπη δεν ήταν αμαρτία θα ήταν συνήθεια. Κι αν δεν ήταν έγκλημα θα ήταν υποχρέωση. Η αγάπη γεννιέται από εκείνους που τολμούν να φλερτάρουν με την παρανομία, που τολμούν να καταλήξουν θύτες ή θύματα σε ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες, σε ένα παιχνίδι χωρίς προγνωστικά, πιθανότητες και φαβορί.

Η αγάπη ανθίζει από εκείνους που τολμούν να δεχθούν ως αληθινά αυτά που θα μπορούσαν να είναι τόσο ψεύτικα. Γιατί λένε κι ακούν το «σ’αγαπώ» ως ειλικρινή κατάθεση ψυχής ρισκάροντας να πιστέψουν τις ψευδομαρτυρίες εκείνων που μίλησαν με το χέρι στο ευαγγέλιο του έρωτα, στην καρδιά. Αλλά δε γίνεται να βιώσεις την αγάπη αν δεν αφεθείς, αν δεν κερδίσεις το φόβο της ψευτιάς.

Δεν υπάρχουν εγγυήσεις ποιότητας στην αγάπη. Κι ούτε ελπίδες απονομής δικαιοσύνης. Η τιμωρία στην αγάπη είναι προσωπική. Τιμωρεί εκείνος που πληγώνει ή μήπως τιμωρείται ο ίδιος; Χάνει εκείνος που τον χωρίζουν ή εκείνος που χωρίζει; Είναι ο χωρισμός ενσυνείδητη απόφαση; Μπορεί άραγε ποτέ κανείς να ξέρει αν εκείνος που εγκαταλείπει θα βρει αλλού την ευτυχία που θυσιάζει εδώ; Κι αν τη βρει θα αξίζει τη θυσία ή θα ξεφτίσει γρήγορα σαν πολυφορεμένο ρούχο;

Η φυλακή της αγάπης είναι η μοναξιά κι οι ποινές της οι ενοχές κι η μετάνοια. Κι η αυτοτιμωρία πονάει πολύ, γιατί την αποδίδεις εσύ στον εαυτό σου αναγνωρίζοντας πως έσφαλες. Ανεπανόρθωτα; Η αγάπη άραγε συγχωρεί; Δίνει άραγε δεύτερες ευκαιρίες; Μήπως είναι κατ’ εξακολούθηση εγκληματική πράξη; Μπορεί κανείς να απεξαρτητοποιηθεί απ’ την ανάγκη του να αγαπήσει ξανά παρανομώντας και πάλι απ’ την αρχή; Για πες μου εσύ. Θα ξαναγαπήσεις;

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη