Ένα καλοκαίρι όπως το φανταζόμασταν το χειμώνα. Με μπόλικο άραγμα, ξενύχτια, κοκτέιλς, ξαπλώστρες, βουτιές, άρωμα από αντηλιακό και γεύση από καρπούζι. Με νησάκι, παρεούλα, δροσούλα κι εκδρομούλα. Με αδειούλα βασικά, ε;
Ένα καλοκαίρι όπως το υποψιαζόμασταν απ’ το χειμώνα. Με μπόλικο κλιματιστικό, καύσωνα, δουλειά, άρωμα από μη χρήση αποσμητικού και γεύση από αλμυρό ιδρώτα. Με ξυπνητηράκι, προγραμματάκι, αφεντικούλι και πιεσούλα. Χωρίς αδειούλα βασικά, ε;
Φέτος το καλοκαίρι θα μας βρει και πάλι στην πόλη. Να καταριόμαστε τα social media και να ζηλεύουμε εκείνους που ποζάρουν περήφανα με τα ολοκαίνουργια μαγιό τους σε χίλιες δυο παραλίες και πισίνες. Να πίνουμε καφέ σε πλαστικό στο αυτοκίνητο και να γίνεται μέσα σε μερικά λεπτά νεροζούμι. Να ψάχνουμε απεγνωσμένα για ίσκιο, παγωμένο νερό και δροσιά. Να βουτάμε απελπισμένοι στην μπανιέρα και να βασανιζόμαστε το βράδυ στα σεντόνια. Και το πρωί ή με ψύξη απ’ το κλιματιστικό ή μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα.
Πείτε, όμως, σε όλους αυτούς που θα απολαμβάνουν το προνόμιο της άδειας πως εμείς δε θα χρειαστεί να φτιάχνουμε και να αδειάζουμε βαλίτσες, να μπλέκουμε στην κίνηση στα λιμάνια, να συνωστιζόμαστε σε δημοφιλείς παραλίες, να κολλάει η άμμος στο αντηλιακό και στο δέρμα μας, να περιμένουμε ώρες να μας σερβίρουν και να ψηνόμαστε κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Δε θα μας χρεώσουν τη σαλάτα για σολομό και το νερό για ουίσκι. Και δε χρειάστηκε να κάνουμε και δίαιτα για να βγάλουμε τα κάλλη μας σε δημόσια θέα. Ειδικά αυτό το τελευταίο θα τους πονέσει πολύ.
Εμείς θα πηγαίνουμε χωρίς κίνηση στη δουλειά, ε; Και τα μαγαζιά –όσα θα είναι ακόμα ανοιχτά– θα είναι όλα δικά μας. Και τα ντελίβερι –όσα είναι ακόμα διαθέσιμα– θα φτάνουν στην πόρτα μας χωρίς καμία καθυστέρηση. Και στη γειτονιά θα επικρατεί σιγή ιχθύος. Και στα λεωφορεία, τραμ, τρένα κτλ θα βρίσκουμε πάντα θέση. Ζηλεύουν, ε; Να μην τους θυμίσουμε και τη στιγμή που θα γυρίσουν απ’ τις διακοπές και θα τους περιμένουν όλοι οι λογαριασμοί στην είσοδο, ε; Άσε μην αλλάξουν γνώμη και δεν πάνε πουθενά τελικά.
Ο Κότσιρας τα είπε για εμάς πριν από εμάς. «Κάνε το μπαλκόνι σου νησί». Σιγά το δύσκολο. Με τόση σκόνη που έχει βρέξει φέτος την άμμο την έχουμε εξασφαλίσει. Η καρέκλα και τα πόδια μας απλωμένα στα κάγκελα παραπέμπουν σε ψευτοξαπλώστρα. Για ομπρέλα μας κάνει το μπαλκόνι του γείτονα από πάνω. Κι αν είναι μάλιστα καμιά γειτόνισσα απ’ αυτές που πλένουν μπαλκόνια και τέντες όλη μέρα κάθε μέρα, έχουμε και φυσικό καταρράκτη.
Τι άλλο θέλουμε, δηλαδή; Φωνάζουμε και τους άλλους εξόριστους που ξέμειναν στην πόλη και φέτος και πίνουμε μπίρες παρέα. Και τσάμπα ε; Να τους το τονίσετε. Και παγωμένες μπίρες. Όχι σαν αυτές που σερβίρουν στα δήθεν τροπικά μπαράκια, που δεν έχουν προλάβει καν να κρυώσουν.
Χωρίς τουρίστες που δεν ξέρουν πού παν’ τα τέσσερα, χωρίς πιτσιρίκια, κουβαδάκια, καστράκια, κλαματάκια, χωρίς μαμάδες να τα κυνηγούν και να φωνάζουν, χωρίς ρακετίστες επίδοξους ή επικίνδυνους, χωρίς μικροπωλητές με λουκουμάδες και κουλούρια, χωρίς τεράστια φουσκωτά φλαμίνγκο.
Τι νόμιζαν, δηλαδή; Πως οι διακοπές είναι όπως τους τις έταξαν οι τουριστικοί οδηγοί; Δεν έμαθαν ακόμη πως τα καλύτερα είναι αυτά που δε διαφημίζονται; Σε αυτά ανήκει κι η πόλη το καλοκαίρι. Κάτι μου λέει ότι κι εσύ σκέφτεσαι να αλλάξεις την άδειά σου και να μείνεις εδώ, ε; Όχι; Για ξανασκέψου το. Τώρα ποιος ζηλεύει ποιον;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη