Καλοκαίριασε. Το αναγνωρίζεις στο γιασεμί που μοσχοβολά καθώς περνάς απ’ τις αυλές όπου χαμογελούν ξέγνοιαστα τα πιτσιρίκια, στους ψιθύρους που έρχονται απ’ τα μπαλκόνια όπου απεγνωσμένα αναζητούν δροσιά μικροί και μεγάλοι, στα δειλινά που το ηλιοκαμένο σώμα ανατριχιάζει απ’ το πρώτο ψυχρό αεράκι, στις ξαστεριές, σε εκείνο το άρωμα από αντηλιακό που αφήνουν πίσω τους οι περαστικοί, στους τουρίστες που ξεχύθηκαν για το κυνήγι του χαμένου αρχαιοελληνικού θησαυρού.

Το αναγνωρίζεις στην ανάγκη για βόλτα, στην πρώτη απεγνωσμένη δίψα για μια παγωμένη μπίρα, στη μυρωδιά απ’ τα κάρβουνα κάποιου πλανόδιου πωλητή ψητού καλαμποκιού, σε εκείνο το χρυσοκίτρινο χρώμα της φύσης που αρχίζει να ξεραίνεται και πάλι, στην ατμόσφαιρα που μυρίζει κάτι από έρωτα· έρωτα καλοκαιρινό, έρωτα που υπόσχεται βραδιές που ξημερώνουν σε μυστικές παραλίες, ταξίδια μόνο για δύο με προορισμό το οπουδήποτε και φιλιά που καίνε.

Ξέρεις τι άλλο προμηνύει καλοκαίρι; Εκείνα τα θερινά σινεμά που ανοίγουν στις πιο όμορφες γειτονιές, στις πιο κρυφές ταράτσες, εκείνα με τη ζηλευτή θέα της απεραντοσύνης του ουρανού, εκείνα με το μεθυστικό άρωμα του νυχτολούλουδου, με εκείνο το λεπτό χαλίκι, το γρασίδι ή την άμμο που φέρνουν δημιουργούν στα πόδια σου την αίσθηση πως είσαι κάπου αλλού, μακριά απ’ την τσιμεντούπολη που καίγεται.

Λιωμένο βούτυρο, φρεσκοψημένες νιφάδες καλαμποκιού, ένα μόλις ανοιγμένο μπουκαλάκι δυνατού τσίπουρου ή θαλασσινού ούζου, ένα πιτσιρίκι που δεν ξέρει ποια θέση να πρωτοδιαλέξει, ένα νέο ζευγάρι που χαζεύει τους αστερισμούς του ολοκάθαρου ουρανού, μια ηλικιωμένη κυρία γερμένη στον ώμο του εδώ και δεκαετίες αγαπημένου της, οι καλά προετοιμασμένοι για τη βραδινή ψύχρα με τις ζακέτες ριγμένες στην πλάτη κι εκείνοι που θα αγκαλιαστούν για να ζεσταθούν, κάποιος άνθρωπος μόνος που κοιτά μηχανικά το ρολόι, μια παρέα που χαχανίζει γιατί κανείς τους δε γνωρίζει την υπόθεση της ταινίας που περιμένουν να αρχίσει.

Δεν έχει μεγάλη σημασία άλλωστε. Το θερινό σινεμά είναι από μόνο του μια μικρή ταινία, ένα θερινό ρομάντζο, που ξυπνά αισθήσεις και γαληνεύει ψυχές. Κι ανάμεσα στη λεπτή φωνούλα του μικρού παιδιού που ανακαλύπτει τον κόσμο, στους ψίθυρους εκείνων τον ερωτευμένων, στη βαριά, κουρασμένη ανάσα εκείνων των ηλικιωμένων, στα βήματα όσων έρχονται ακόμη και στα χαχανητά εκείνων των φίλων, μια λατέρνα, ένα ακορντεόν, μια κιθάρα κι ένα ντέφι ακούγονται από τριγύρω. Κάποιος πλανόδιος γυρεύει μια δεκάρα ή κάποια παρέα κάνει το κέφι της κι η πόλη παραδίνεται σε ένα μαγικό ταξίδι στον χρόνο και το χώρο.

Κι η ταινία ξεκινά. Η οθόνη μοιάζει με κομμάτι του ουρανού. Πλάι στον πρωταγωνιστή που γελά, λυπάται, ερωτεύεται, πληγώνεται, μάχεται, ερευνά, ένα αστέρι κάνει το τελευταίο του ταξίδι και χάνεται, παίρνοντας μαζί του τις ευχές εκείνων που το είδαν να πέφτει. Στο θερινό σινεμά δεν είναι ποτέ σκοτάδι άλλωστε. Το καλοκαιρινό φεγγάρι λούζει με το ασημί του φως τα πρόσωπα των θεατών κι οι λάμπες του δρόμου αχνοφαίνονται πίσω απ’ τους θάμνους ή τον τοίχο του σινεμά.

Και παράλληλα με την ταινία, τριγύρω διαδραματίζεται μια άλλη ιστορία, η ιστορία της ζωής. Ένα αεροπλάνο με επιβάτες που άλλους τους φαντάζεσαι χαμογελαστούς, άλλους αγχωμένους κι άλλους τρομοκρατημένους, μια κυρία στη διπλανή ταράτσα που απλώνει τη βραδινή μπουγάδα, κάποιος που διαβάζει πίσω απ’ το παράθυρο της σοφίτας, ένα αυτοκίνητο που περνά με τέρμα τη μουσική στα ηχεία γιατί θέλει να ακουστούν πιο πολλά απ’ όσα μπορεί να πει, κάποιοι περαστικοί που διαφωνούν μεγαλοφώνως κι ένα «σ’ αγαπώ» κι ύστερα ένα «κι εγώ» που κάποιοι φώναξαν για να αντηχήσει η αγάπη τους στο σύμπαν.

Έτσι είναι τα θερινά σινεμά. Μυρωδιές, μελωδίες, εικόνες, φαντασίες, όνειρα, αναμνήσεις, επιθυμίες, ένας χώρος γι’ αυτούς που πίστεψαν επιτέλους πως η ομορφιά της ζωής κρύβεται στις μικρές απολαύσεις του μεγάλου ελληνικού καλοκαιριού. Σε εκείνα τα σενάρια που γράφονται σε μπλε φόντο κι έχουν γεύση αλμυρή.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη