Οι αδερφικοί δεσμοί δοκιμάζουν την ελαστικότητά τους στις αποστάσεις. Δοκιμάζουν την ανθεκτικότητά τους στις συνθήκες. Με την υπόσχεση ότι τα άκρα κάποτε θα σμίξουν ξανά σε κοινό τόπο ή με την κατανόηση ότι εκείνη η μέρα ίσως και να αργήσει. Πολύ. Αλλά τα αδέλφια δεν το βάζουν κάτω. Διατηρούν την αγάπη με εφευρετικότητα. Φέρνουν κοντά αυτά που η μοίρα, ο καιρός, οι επιλογές μακάρι κάποτε να τα ξημερώσουν σε ξένο έδαφος.

Απ’ τις αναχωρήσεις ως τις αφίξεις, τα αδέλφια αγκαλιάζουν την ένωσή τους. Διαπιστώνουν πως η μοναδικότητα του δεσμού τους μάχεται ακούραστα τα νέα δεδομένα. Γιατί, τελικά, το «κοντά» και το «μακριά» κρίνονται στις αποστάσεις των ψυχών, όχι των σωμάτων.

Ανοίγουν ταξιδιωτικούς οδηγούς και χάρτες. Προσπαθούν να φτιάξουν στο μυαλό τους τη νέα γειτονιά που στέριωσαν τα αδέρφια τους τη ζωή τους. Θέλουν να μπορούν να ζουν εκεί κι ας μην έχουν πάει ποτέ. Απλά και μόνο γιατί η μοναξιά κερδίζεται στις επιθυμίες να ‘σαι εκεί από όπου λείπεις.

Εκμεταλλεύονται κάθε τεχνολογικό μέσο. Ανταλλάσσουν φωτογραφίες με φαγητά που έχουν στερηθεί στην ξενιτιά ή που πρωτογνώρισαν εκεί, τραβούν βίντεο μια ασυνήθιστη στιγμή στον δρόμο ή μια οικογενειακή περίσταση που θα ‘θελαν να μην έπρεπε να χάσουν. Κάνουν παραγγελιές για ακυκλοφόρητα στη χώρα τους παπούτσια, κουτσομπολεύουν κοινούς γνωστούς για να μη χάσουν τις εξελίξεις της ζωής που άφησαν πίσω κι ορίζουν ημερομηνίες αντάμωσης. Ακριβείς ή στο περίπου.

Ο ένας προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την καθημερινότητα που δε βιώνει κι ο άλλος να γνωρίσει την καθημερινότητα που δεν ξέρει. Συνωμοτούν για να τα βρουν στους γονείς τους όταν εκείνοι τσακώνονται, συστήνουν μέσω της κάμερας νέους φίλους και φλερτ, για να μπορούν να μοιράζονται ανησυχίες κι ενθουσιασμούς γι’ αυτούς και ρυθμίζουν δύο ρολόγια, ένα σε κάθε διαφορετική ζώνη ώρας. Για να ζουν ταυτόχρονα αυτό που δε ζουν μαζί.

Εκείνος που έμεινε πίσω πασχίζει να μάθει τη γλώσσα που μιλούν στη χώρα που πήγε ο άλλος. Ξεκινούν από μερικές βρισιές που θέλουν να μπορούν να ξεστομίζουν χωρίς να τους καταλαβαίνει κανείς και καταλήγουν σπαστά να επαναλαμβάνουν αυτά που ακούν απ’ τα αδέρφια τους. Στηρίζουν με το χαρτζιλίκι ή με κάτι παραπάνω εκείνον που ξέμεινε κι αυτόν τον μήνα, φορούν τα ρούχα που άφησε ο ένας πίσω και τους στέλνουν φωτογραφίες, τάχα, για να θυμώσει.

Στέλνουν πακέτα με δώρα συμβολικά ή δώρα ανάγκης. Από ένα απλό γράμμα, από ένα ενθύμιο, μέχρι την αγαπημένη τους σοκολάτα που δεν πουλιέται στο ξένο κράτος, κι ας λιώσει στη διαδρομή. Διαλέγουν τηλεοπτική σειρά κοινού γούστου και την βλέπουν ταυτόχρονα ή παράλληλα για να συζητούν την πλοκή και να κάνουν μικρά κι επίπονα σπόιλερ σε εκείνον που δεν πρόλαβε να δει το νέο επεισόδιο.

Τα αδέρφια νιώθουν χωρίς να λένε πολλά. Αφήνουν απλά ανοιχτό το ακουστικό κι ο ένας συμβουλεύει τον άλλο χωρίς πολλές εξηγήσεις. Γιατί ξέρουν από πάντα τα όριά τους. Τα μάθαιναν από κούνια καταπατώντας τα. Τώρα πια δε χρειάζεται όμως. Πιέζουν τόσο όσο, κι αν δουν ότι η κατάσταση χειροτερεύει, κλείνουν εισιτήρια κι εμφανίζονται στην πόρτα τους. Με φέτα, παστίτσιο της μαμάς και μια αγκαλιά ικανή να χωρέσει τις απογοητεύσεις.

Δεν υπάρχει οδηγός συντήρησης των δεσμών. Τα dos και τα don’ts είδαν το νόημά τους να στερεύει, όταν την υπόθεση ανέλαβε η επιθυμία. Τα αδέρφια δοκιμάζονται από τότε που πρωτοσυνυπάρχουν στον ίδιο χώρο. Γιατί μοιράζονται, συγκρίνονται, μοιάζουν και θέλουν να διαφέρουν, διαφέρουν και θέλουν να μοιάζουν.

Και στο «μαζί» τα κατάφεραν μέσα από τσακωμούς, ζήλιες, συγκαλύψεις. Στο «χώρια» θα τα καταφέρουν απλά μέσα από αγάπη. Κι από λίγους ακόμα τσακωμούς, λίγες ακόμα ζήλιες και λίγες ακόμα συγκαλύψεις. Ξέρουν πως θέλει περισσότερο κόπο για να χωρίσεις αυτό που γεννήθηκε διπλό, παρά για να το διατηρήσεις.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη