«Τι πάθαμε;», απορούμε και μετά μερικές τάσεις αυτογνωσίας φέρνουν στο μυαλό μας δεύτερες σκέψεις. Τι πάθαμε ή μήπως τι κάναμε; Είμαστε θύματα ή θύτες της εποχής; Και μέχρι οι εποχές, τα χρόνια, οι καιροί να αποκτήσουν τη δυνατότητα να είναι ρεαλιστικά δρώντα υποκείμενα, ας δεχτούμε ότι είμαστε θύτες.

Ναι. Άλλαξαν οι εποχές, αλλάξαμε κι εμείς. Μόνο που οι εποχές δεν άλλαξαν εμάς. Εμείς αλλάξαμε τις εποχές. Και γι’ αυτό φταίμε. Φταίμε, για εκείνες τις εγωιστικές μας ανάγκες και τις ανασφαλείς μας μοναξιές που βιαστήκαμε να τις χαρακτηρίσουμε ως έρωτα.

Φταίμε, για εκείνα τα «εμείς» που έγιναν «εγώ» κι «εγώ», όταν από συμμέτοχοι στον έρωτα γίναμε συνένοχοι. Συνένοχοι, γιατί οι σχέσεις έγιναν παιχνίδι αντιμαχόμενων κόμπλεξ. Συνένοχοι, γιατί αφήσαμε την ποσότητα να υπερνικήσει την ποιότητα. Συνένοχοι, γιατί εν γνώσει μας ξοδευτήκαμε, παραξοδευτήκαμε, μέχρι που απομυθοποιήσαμε και την τελευταία παραμυθική διάσταση της ζωής μας: τον έρωτα.

Τα «μπορούμε» και τα «θα παλέψουμε» αντικαταστάθηκαν με εκείνα τα αφελή «πάμε γι’ άλλα». Καλομάθαμε, φαίνεται, στα ευκόλως και στα αμάχως κατακτηθέντα, βολευτήκαμε με αυτά που μας δίνονται, αντί να διεκδικήσουμε αυτά που θέλουμε. Κι όταν δοκιμάσαμε να ορμήσουμε, ήταν πια αργά, γιατί  είχαμε ξεμάθει.

Φλερτάραμε ατσούμπαλα κι άκομψα πίσω από κάτι κινητά κι επιδιώξαμε το σεξ με χυδαία λόγια αντί με ερωτικές πράξεις. Κι όταν πάλι ήρθαμε αντιμέτωποι με την απόρριψη, η καλομαθημένη μας φύση δεν μπόρεσε να αποδεχτεί την ήττα και στολίσαμε αυτούς, που πριν λίγο ποθούσαμε σαν τρελοί, με χίλιες δυο βρισιές κι ειρωνείες, απλά και μόνο επειδή δε μας ήθελαν εξίσου.

Πού πήγε η αυτοκριτική μας; Αντί να θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, σύντροφοι, εραστές, ρίξαμε το επίπεδο των επιλογών μας, συμβιβαζόμενοι με αντίστοιχα χειρότερους ανθρώπους, συντρόφους, εραστές δίπλα μας. Κάναμε το «άλλο μας μισό» να μοιάζει άπιαστη, μη ρεαλιστική φαντασίωση και στη θέση του μπήκαν ποσοτικά άνισα κομματάκια, που ψευδώς ελπίζαμε ότι θα ικανοποιήσουν τις προσδοκίες μας. Μας έπιασε η βιασύνη, ότι δήθεν χάνουμε τα χρόνια μας, και τελικά χάσαμε την αξιοπρέπειά μας. Πέσαμε κι αντί να σηκωθούμε, ξεπέσαμε.

Τον φοβόμαστε πια τον έρωτα. Φοβόμαστε τους άλλους και φοβόμαστε τον εαυτό μας. Και προσπαθήσαμε απεγνωσμένα να βάλουμε κανόνες, μήπως και περισώσουμε ό,τι είχε απομείνει από τις «άλλες εποχές», εκείνες τις ιδεατές περασμένες. Αντιμετωπίζουμε τον έρωτα σαν παιχνίδι στρατηγικής και δε δινόμαστε, δεν αφηνόμαστε, δεν επενδύουμε. Θέλει ρίσκο ο έρωτας. Θέλει τόλμη. Αλλά εμείς εδώ και καιρό αφιερώσαμε τις σπουδές μας στα «πρέπει».  Κι από τα πολλά «πρέπει» χάθηκε η μαγεία, ο ρομαντισμός έγινε περίγελος κι οι λίγοι ρομαντικοί φόρεσαν τις ξύλινες μάσκες τους, για να μην τους λιθοβολήσουν με την κατηγορία «πασέ» και «μελό».

Κανόνες στον έρωτα, κανόνες και στο σεξ. Η σεξουαλική πράξη ξόδεψε τη μαγεία της, το μυστήριό της σε όλες εκείνες τις φορές που τα σώματα ήρθαν κοντά,  αλλά το μυαλό απείχε. Προσποιηθήκαμε ανύπαρκτες ικανοποιήσεις, συμφωνήσαμε να κάνουμε όσα δε θέλαμε ή να μην κάνουμε όσα θέλαμε και τελικά κάθε φορά βγαίνουμε όλο και πιο φθαρμένοι από κείνα τα σεντόνια. Λίγο πιο λίγοι από όσο ήμασταν χθες. Λίγο πιο λίγοι από όσο ήμασταν πριν αφήσουμε ακόμα κάτι από εμάς στο σώμα του άλλου κι όχι στην ψυχή του.

Κάπου εκεί, για να μας σώσει ή να μας αποτελειώσει, ήρθε το διαδίκτυο. Πόσο βολικό, ε; Έκρυψε καλά όσα πασχίζαμε να κρύψουμε εδώ και καιρό και μας έδωσε το θάρρος που μας έλειπε. Δεν μπορέσαμε να αγαπήσουμε ποτέ το μη μοντελικό μας σώμα και το μη αγγελικό μας πρόσωπο, δεν ξεπεράσαμε ποτέ εκείνα τα «αλλά» που μας κρατούσαν μακριά από έρωτες, όμως πλέον δεν είχε σημασία.

Οι ανασφάλειες κι οι καθωσπρεπισμοί μας πνίγηκαν, όταν το διαδίκτυο μας έκανε  από ανθρώπους χρήστες, όταν απλά με το πάτημα ενός κουμπιού ήμασταν όπως, όποιοι κι όπου θέλαμε να είμαστε. Και τακτοποιηθήκαμε σε σχέσεις εικονικές, ψηφιακές, με χαρακτήρες υπαρκτούς ή όχι, αφήνοντας τη φαντασία μας να πλάσει όλα αυτά που η ζωή δε μας έδωσε ή που δε διεκδικήσαμε.

Και κάπως έτσι ξενερώσαμε. Μας ξενέρωσαν οι άλλοι και ξενερώσαμε τον εαυτό μας.  Από άντρες και γυναίκες γίναμε γκόμενοι και γκόμενες. «Αγάπες και λουλούδια» λέμε στις παρέες μας, δήθεν μου τάχα ότι αυτά δε μας αφορούν, δε μας νοιάζουν. Είμαστε ανώτεροι άνθρωποι εμείς. Δυνατοί. Ας γελάσουμε. Είμαστε τελικά τόσο ικανοί να λέμε ψέματα στον ίδιο μας τον εαυτό και τόσο ανίκανοι να ερωτευτούμε; Τρελό, ε;

 

Επιμέλεια Κειμένου Εβίτας Λυκούδη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη