Έτυχε ποτέ να πέσεις πάνω σε ένα ζευγάρι μελαγχολικά μάτια; Σε δυο μάτια που να σε κάνουν να απορήσεις τι άραγε να ‘χουν δει ή τι να ‘χουν λαχταρήσει και δεν αντίκρισαν ποτέ τους; Σε δυο μάτια που να μοιάζουν φυλακισμένα σε ξένο σώμα, σε αφιλόξενο κόσμο ή σε παράξενη μοναξιά; Μήπως έχεις εσύ τέτοια μάτια; Μήπως πιάνεις τον εαυτό σου συχνά να δραπετεύει σαν κυνηγημένος από καταστάσεις κι ανθρώπους; Μήπως στην ερώτηση «Θα ήθελες να φύγεις;» η απάντησή σου είναι χωρίς καθόλου σκέψη «Ναι!»;
Κάναμε λάθη. Κι εμείς κι εκείνοι, οι γνωστοί άγνωστοι, που περνούν δίπλα μας βιαστικά κοιτάζοντας αγωνιωδώς το ρολόι, που μιλούν φωναχτά στο τηλέφωνο κάνοντας χίλιες δυο νευρικές χειρονομίες, που κοντοστέκονται μπροστά σε μια διαφημιστική αφίσα ενός παραδεισένιου προορισμού, που βγάζουν μερικά τελευταία ψιλά απ’ την τσέπη και τα χαρίζουν σε έναν ταλαιπωρημένο άστεγο, που μένουν να χαζεύουν ένα ερωτευμένο ζευγάρι στην απέναντι μεριά του δρόμου, που μυρίζουν αλκοόλ, που μυρίζουν απόγνωση.
Να γεμίσουμε τα άδεια μας θέλαμε. Και τελικά αδειάσαμε κι άλλο. Αδειάσαμε κι άλλους. Και μας άδειασαν κι αυτοί. Κάναμε πολλά, μα όχι αυτά που θέλαμε να γίνουν. Είπαμε πολλά, μα όχι αυτά που είχαμε ανάγκη να ειπωθούν. Μάθαμε να χαμογελάμε και χρησιμοποιήσαμε τα χαμόγελα αυτά για να προσποιηθούμε την ευτυχία. Και τους ξεγελάσαμε όλους, μα όχι εμάς. Όχι εκείνη την πλευρά του εαυτού μας, που κάθε τόσο παρασυρμένη από ένα τραγούδι, μια εικόνα, μια ταινία, ένα βιβλίο, ταξιδεύει αλλού, εκεί που τόσο θα ’θελε να ‘ναι το πεπρωμένο της, ο προορισμός της.
Γεμίσαμε απωθημένα. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, κι ό,τι δε γίνει απλώς δεν ήταν για να γίνει. Έτσι δε λες κι εσύ; Αδύνατα κι αδιανόητα, όλα στην ίδια στοίβα με τα τσαλακωμένα όνειρα, τόσους μήνες τώρα παραπεταμένα εκεί, που ξεχάσαμε πλέον να τα φοράμε. Βολευτήκαμε με κάτι δεύτερα, χιλιοφορεμένα, ξεθωριασμένα και τρύπια. Και μπάζουν κρύο. Μπάζουν κρύο και συμβιβασμό.
Έχεις δικαίωμα και στο ανέφικτο όνειρο, το ξέρεις; Έχεις δικαίωμα στο ανέλπιστο. Έχεις δικαίωμα στην επιθυμία, στη λαχτάρα, στην υπερβολή. Δεν τελειώνουν όλα εκεί που τελειώνουν οι δυνατότητές μας. Όλα τελειώνουν εκεί που τελειώνουν προσδοκίες, εκεί που στερεύει η ψυχή από αισθήσεις κι ο νους από όραμα.
Βγάλε μια Κυριακή το ρολόι σου κι άσε την καρδιά να ορίσει εκείνη πού θέλει να σε πάει και πότε. Κλείσε το κινητό μια μέρα και μην αφήσεις κανέναν να σου χαλάσει τη διάθεση. Άσε τους εικονικούς παραδεισένιους προορισμούς και ψάξε να βρεις ένα μέρος κοντά σου, στην πόλη σου που θα γαληνέψει την ψυχή σου. Πρόσφερε βοήθεια με την ψυχή σου κι όχι με τα χρήματά σου. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά και μη σκύβεις το κεφάλι, γιατί μπορεί στο απέναντι πεζοδρόμιο να περπατά ένας έρωτας που δεν ανήκει σε κανέναν, ένας έρωτας που γεννήθηκε για σένα και μόνο. Και πέτα το αλκοόλ. Θα σε μεθύσει εκείνος.
Έλα να ξεχάσουμε για λίγο τα «πρέπει» του κόσμου. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο που πια σε πνίγει στον λαιμό, στείλε εκείνο το καταραμένο «Μου έχεις λείψει» που έγραψες κι έσβησες πόσες φορές, ρίξε τον εγωισμό σου πριν το ρολόι σημάνει δώδεκα και το παραμύθι τελειώσει με το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», γιατί βαθιά μέσα σου ξέρεις πως ούτε αυτοί ούτε κι εμείς ζούμε καλά όσο δε ζούμε μαζί. Και τι μας χωρίζει τέλος πάντων απ’ το να απαλλαχτούμε από μερικά απωθημένα; Μια ρημάδα «συγγνώμη», μια στάλα κουράγιο να παλέψουμε με τους δαίμονές μας, μια εσωτερική δύναμη να πούμε «Εγώ θέλω αυτό» σε εκείνους που ονειρεύτηκαν άλλα για εμάς.
Ντραπήκαμε γι’ αυτά που επιθυμήσαμε, τα ξορκίσαμε όπως όπως και τελικά φτάσαμε να ντρεπόμαστε γι’ αυτό που γίναμε. Είναι αιθεροβάμονες όσοι λένε πως όποιος θέλει μπορεί; Νομίζεις πως κι εκείνοι δεν είναι σε κάποιον βαθμό συμβιβασμένοι με κάτι; Απλώς εκείνοι δε συμβιβάστηκαν με την έννοια του απίθανου, γιατί τίποτα δεν είναι απίθανο όσο υπάρχει κάποιος να το προσπαθεί, να το πιστεύει. Απίθανο είναι αυτό απ’ το οποίο έχεις μια για πάντα παραιτηθεί.
Έλα να κάνουμε απόψε την αρχή. Για πες μου, ποιο είναι το δικό σου ανέφικτο όνειρο;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη