Αν μη τι άλλο ξέρουν να κάνουν την παρουσία τους αισθητή. Συνοδεύουν πάντα τα καλοκαίρια μας είτε αυτά μάς βρίσκουν στην πόλη είτε σε περιοδεία, γιατί είναι ορκισμένοι θαυμαστές μας. Λατρεύουν το λάγνο κορμί μας κι όλες τις επιφάνειές του που μένουν ακάλυπτες. Δε δείχνουν οίκτο. Ξέρουν τι θέλουν και πώς να το διεκδικήσουν. Είναι τα βαμπίρ της λογοτεχνίας που ζωντανεύουν στη ρεαλιστική καθημερινότητά μας. Ναι, καλά κατάλαβες. Πρόκειται για τα κουνούπια.

Το έγκλημα είναι οργανωμένο. Είναι σχεδόν αόρατα, ανεπαίσθητα κι απρόβλεπτα. Μπορούν να σε ξαγρυπνήσουν βράδια ολόκληρα με εκείνον τον ήχο που τριγυρίζει γύρω απ’ τα αφτιά σου ενώ προσπαθείς να αποκοιμηθείς. Πόσα παλαμάκια σου παρέπεμπαν σε πριβέ πάρτι στην κρεβατοκάμαρά σου, ενώ εσύ πάσχιζες να ευστοχήσεις και να τα σκοτώσεις  πριν αφήσουν αποτυπώματα στο κορμί σου;

Μας έχουν καταστρέψει νυχτερινές εξόδους, φωτογραφίες, ραντεβού. Αντιαισθητικές καντήλες κατακόκκινες και καταπρησμένες, λες κι επιστρέψαμε μόλις από Άγιο Δομίνικο. Και δεν τολμάς να ξυστείς, γίνονται όλο και χειρότερα. Κανονικός αγώνας αυτοσυγκράτησης. Κι αν δεν πεθάνεις από φαγούρα, θα πεθάνεις μάλλον από μπόχα, αφού ό,τι κυκλοφορεί σε αντικουνουπικό διώχνει σίγουρα τα πάντα από κοντά σου, εκτός φυσικά απ’ τους απτόητους αιμοβόρους ακολούθους σου.

Ξεκινήσαμε με τα γνωστά φιδάκια. Κάτω από τραπέζια, καρέκλες, πάνω σε μάντρες, σε περβάζια, το  γυρίσαμε σε βρομερά υγρά με τα οποία για παν ενδεχόμενο ψεκάσαμε μέχρι και τις πατούσες μας, δοκιμάσαμε αυτοκόλλητα σε δέρμα, ρούχα κι εσώρουχα, σκορπίσαμε ολόγυρα σκόρδα, γαρύφαλλα, λεμόνια, κεριά γιατί μέσα σε όλο αυτό το μοσχοβολιστό σκηνικό χωρούσε και λίγος ρομαντισμός, μείναμε άπλυτοι μήπως και μας σιχαθούν κι αυτά όπως μας σιχαθήκαμε κι εμείς οι ίδιοι, αλλά η ιστορία εμάς και τον κουνουπιών γράφτηκε με αίμα. Το δικό μας.

Επιστήμη, γιατροσόφια και φαντασία έχασαν τη μάχη με τον εχθρό. Σκάσαμε μέσα σε μακρυμάνικα και μακριά παντελόνια, φασκιωθήκαμε σαν μούμιες προσπαθώντας να κοιμηθούμε για λίγο, κλειδαμπαρωθήκαμε από νωρίς στο σπίτι (γιατί στη βεράντα έγινε επιδρομή) και πάλι όμως κάπως μαγικά καταλήξαμε να μετράμε σημάδια πάνω μας και να απορούμε πώς τρύπωσαν στα πιο κουλά σημεία.

Και σίγουρα στοχεύουν επίτηδες εκεί που βασανιζόμαστε περισσότερο: ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού, γύρω απ’ τους αστραγάλους και πίσω απ’ τα γόνατα. Έτσι, για να τσούζει λίγο περισσότερο κάθε φορά που ιδρώνουμε.

Κι εννοείται πως δε μας ποθούν όλους το ίδιο πολύ. Κάθε παρέα έχει αυτόν που την πληρώνει για όλους τους άλλους και ξύνεται σαν χαζός, όσο οι άλλοι απλά γελούν μαζί του και τον ευχαριστούν που υπάρχει για να την γλυτώνουν εκείνοι. Από γλυκοαίματοι ξεκινούν και καταλήγουν απλά ξινονευριασμένοι και με το δίκιο τους.

Όχι, δεν υπάρχει λογική στην εμμονή τους μαζί μας. Εμείς που κάποτε λανσαριζόμασταν για ονειροπόλοι, ρομαντικοί, καλοκαιρινοί τύποι, τώρα στο άραγμα κάτω απ’ τα αστέρια, στο σεξ στην παραλία, στη βόλτα μετά την αυγουστιάτικη μπόρα, βλέπουμε μόνο κουνούπια. Μεγάλα, επιθετικά, διψασμένα κουνούπια που θα μας χαλάσουν τη στιγμή και θα μας αναγκάσουν να χτυπιόμαστε σαν τα χταπόδια προσπαθώντας να ξορκίσουμε το κακό.

Έτσι είναι για εμάς τα καλοκαίρια. Μας δίνουν πάντα ιστορίες για γέλια μέχρι δακρύων και μας αφήνουν πάντα σημάδια από έρωτες που κράτησαν λίγο, αλλά χάραξαν ανεξίτηλα το κορμί μας. Κουνουποέρωτες.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη