Μια αγάπη έβαλε τα πολυφορεμένα σνίκερς της και βγήκε για καφέ στο γνωστό πια στέκι. Κάθισε στον ήλιο, παρήγγειλε φρέντο για δύο, αντάλλαξε ζηλευτά φιλιά κι έκανε σχέδια για διακοπές. Μια άλλη ξυπόλητη από ένα μισόκλειστο παντζούρι αφήνει λίγο φως να μπει στο μέσα της και περιμένει να νυχτώσει για να βγει. Και δεν τη νοιάζουν οι διακοπές. Τη νοιάζουν οι καθημερινότητες. Αυτές που για εκείνη δεν είναι τόσο δεδομένες.
Βγήκε αργά και παρήγγειλε ουίσκι. Διπλό μεν, για έναν δε, κι ήπιε στην υγειά αυτών που δεν της αναλογούν. Αγκαλιές σε παγκάκια με θέα το πλήθος, περπατήματα χέρι-χέρι σε λεωφόρους, εξομολογήσεις λατρείας σε γνωστούς και φίλους, συγκατοικήσεις με προοπτικές κι όνειρα με δόσεις ρεαλισμού.
Το κρυφτό είναι παιχνίδι για παιδιά, λέγαμε υποτιμητικά στην εφηβεία, όταν βιαζόμασταν να ανήκουμε στους μεγάλους. Κι ο χρόνος γέλασε σκυφτός πίσω απ’ τη δική του κρυψώνα. Κρύβονται κι οι μεγάλοι. Κρύβονται εκείνοι που αγαπήθηκαν με το ίδιο φύλο, σαν οι καρδιές να νοιάζονται για γενετική. Κρύβονται εκείνοι που αγάπησαν κάποιον πολύ μεγαλύτερο ή μικρότερο, σαν η αγάπη να ζητά ταυτότητα πριν ξεπροβάλλει. Κρύβονται εκείνοι που δεν εγκρίνονται απ’ τις οικογένειες, σαν ο έρωτας να χρειάζεται άδεια τρίτων.
Κι η αγάπη κάνει τη θυσία. Για σήμερα, για αύριο, για όσο χρειαστεί ή για όσο αντέξει. Και ψιθυρίζει, για να μην την ακούσουν, προσποιείται τη φίλη, για να μην την καταλάβουν, ψεύδεται, για να γίνει πειστική. Με δικαιολογίες ερμηνεύει στους περίεργους τη μοναξιά της ή παρουσιάζει ανύπαρκτες συντροφιές, κρατώντας τις υπαρκτές κλεισμένες στο πατάρι.
Πίνει μόνη, χορεύει μόνη, οδηγεί μόνη, ψωνίζει μόνη, διαβάζει μόνη, κοιμάται μόνη. Στα σκοτάδια ψαχουλεύει για μερικά λεπτά ευτυχίας. Μετρά τις ματιές του κόσμου και παρακαλά έστω για μία στιγμή να κοιτάξουν αδιάφορα αλλού, μήπως και μπορέσει να ζήσει όπως θα ‘θελε, έστω για μερικά χτυπήματα του λεπτοδείκτη. Κι ύστερα θα υπακούσει πάλι στους κανόνες του κρυφτού.
Η κρυφή αγάπη μαθαίνει στις στερήσεις και τρέμει τις συνέπειες της αποκάλυψής της. Τι θα πουν εκείνοι που δε θα έπρεπε να ‘χουν γνώμη, πώς θα αντιδράσουν εκείνοι που δεν έμαθαν ακόμα ότι η αγάπη αξίζει μόνο χαμόγελα.
Η κρυφή αγάπη στο δεύτερο ουίσκι παραδέχεται ότι βαθιά μέσα της ίσως και να ‘θελε να την πιάσουν στα πράσα. Έτσι, για να ξεσπάσει και να περάσει ο πόλεμος, που βαρέθηκε ατέρμονα να παλεύει. Γυροφέρνει στο κεφάλι της την απολογία που βουβά κουβαλάει καιρό τώρα και το φυλάει για τη μέρα που θα τη στήσουν στο απόσπασμα. Έχει πολλά να πει. Πολλά που θα πονέσουν, όσο την πονούν εκείνοι που την αναγκάζουν να μισοζεί.
Η κρυφή αγάπη έχει καθαρή συνείδηση αλλά όχι καθαρή σκέψη. Γιατί μελετά τις λεπτομέρειες και τις συνθήκες και χάνει την ουσία. Συχνά δεν έχει φίλους, γιατί δεν εμπιστεύεται το μυστικό της. Δεν έχει κάποιον να μοιραστεί καβγάδες, απογοητεύσεις, κλάματα. Ακοινώνητη τριγυρίζει κι αγανακτεί. Θέλει να ανέβει σε μια ταράτσα και να φωνάξει στο σύμπαν την ύπαρξή της.
Οι έρωτες αναπνέουν με προοπτικές. Δεν τους αρκεί ποτέ αυτό που έχουν. Θέλουν να θέτουν όρια και να τα ξεπερνούν. Έτσι έμαθαν να αποδεικνύουν και να βιώνουν το μεγαλείο τους. Μα τι προοπτική έχει το κρυφτό; Για πόσο νομίζουν πως διαρκεί η γοητεία του ανομολόγητου; Θες να το νιώσεις για σπίτι σου, αλλά το νιώθεις άστεγο. Θες να το νιώσεις για οικογένειά σου, αλλά το νιώθεις να επιβιώνει σε λεπτές γραμμές που μπορεί να σπάσουν, αν φοβικά ο ένας απ’ τους δύο λυγίσει.
Οι κρυφοί έρωτες ζουν αποζητώντας κανονικότητα. Και θυμώνουν με τις ιδέες που τους τη στερούν. Κι αφού ήπιαν τα ουίσκι και πήραν τον δρόμο της επιστροφής φαντάζονταν πόση ανακούφιση θα ένιωθαν, αν έπιαναν τον επόμενο περαστικό απ’ τον γιακά και του φώναζαν «Αγαπάω, μ’ ακούς; Αγαπάω!» κι ύστερα άλλαζαν διαδρομή, έτρεχαν έξω απ’ την πόρτα του συντρόφου τους και χτυπούσαν μανιωδώς τα κουδούνια για να του πουν πως επιτέλους ο κόσμος ξέρει κι ο κόσμος συναινεί.
Αλλά ο κόσμος δε συναινεί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη