Πατριέ, δε χωρούν τα «ευχαριστώ» σε ανταποδώσεις. Φτωχαίνουν οι λέξεις μπροστά στο μέγεθος της ψυχής σου. Κι απλά σωπαίνουν κι υποκλίνονται όλες τους, γιατί εκτιμούν. Γιατί μετρούν τι θα ‘χαν αν δε σ’ είχαν και ξέρουν πως θα περιπλανιόνταν για χρόνια χαμένες στα νοήματα, αναζητώντας δικαιολογίες στα λάθη, μήπως και καλύψουν τα κενά της απουσίας του πατέρα. Αλλά χάρη σε σένα, δε λείπει κανείς.
Είσαι το στήριγμα, το παράδειγμα, ο οδηγός. Είσαι εσύ που αγάπησες τη μάνα όταν εκείνη το είχε περισσότερο ανάγκη από ποτέ ή όταν απλώς αρνιόταν να το παραδεχτεί. Είσαι εσύ, που ως σύντροφος έδωσες συνέχεια σε μια ζωή που φαινόταν να έχει πάρει το δρόμο της μοναξιάς. Θα τα κατάφερνε, το ξέρουμε κι οι δυο. Αλλά σαν την αγάπη δεν έχει. Αλλά σαν τη δική σου αγάπη δεν έχει.
Είσαι ο προστάτης, ο κηδεμόνας, ο εμπνευστής. Είσαι εσύ που όταν οι άλλοι ρωτούν αν έχεις δικά σου παιδιά, αποκρίνεσαι πως δικό σου είναι τελικά ό,τι αγαπάς. Είσαι εσύ που δεν έλειψες πότε κι ας μην πρόλαβες την αρχή. Το μέτρημα του χρόνου σε άργησε, αλλά το πλήρωμά του σε έφερε. Κι όλα ξεκίνησαν να κυλούν αλλιώτικα από τότε.
Ίσως να μη σου μοιάζω. Να μην πήρα το μπόι σου, το χρώμα των μαλλιών σου, τα μακριά σου δάχτυλα. Να μη διάλεξες το όνομά μου, να μη με άκουσες να σε ζητάω μέσα απ’ την κούνια φωνάζοντας μπερδεμένα «μπαμπά», να μη βρίσκεσαι στα παιδικά μου άλμπουμ με φωτογραφίες. Αλλά πια στα μάτια μου βλέπω ό,τι και στα δικά σου. Μια καλοσύνη, μια ευτυχία, μια θέληση, έναν προορισμό. Κι όλα τους τα πήρα από σένα. Γιατί έκανες τα πάντα για να μου τα δώσεις.
Δε σε ένοιαξε ποτέ τι δεν είσαι για μένα. Δε σε ένοιαξε ποτέ τι λογαριάζουν πως δεν είσαι για μένα οι κακές γλώσσες. Δε ζύγισες αν σου δίνω λίγα ή πολλά. Δεν ανταγωνίστηκες κανέναν και δε στάθηκες στις πατρότητες. Το δέσιμό σου μαζί μου το έπλασες εσύ μόνος σου, όχι η φύση. Δε συγκρίθηκες με αυτό που δεν έτυχε να είσαι για μένα. Έγινες εσύ ο ίδιος τύχη μου.
Κάλυψες τις αποστάσεις, γιατί δε φοβήθηκες τους τίτλους. Δε διεκδίκησες ρόλους. Μου έδωσες το χώρο και το χρόνο να κρίνω πως δε θέλω χώρο από σένα ούτε χρόνο μακριά σου. Σεβάστηκες το μυαλό μου κι όλους τους δισταγμούς μου. Δε δωροδόκησες το θυμό μου. Μου έδειξες χωρίς να το καταλάβω τρόπους να τον κατευνάσω. Κι αν ποτέ σου απένειμα ευθύνες και κατηγορίες, συγχώρεσες το ατίθασο παιδί μέσα μου.
Πατριέ, έχω ανάγκη να σε λέω πατέρα. Γιατί δεν το είπα ποτέ, γιατί το είπα χωρίς να το αξίζουν εν τέλει, γιατί δε στο είπα ενώ το αξίζεις εν τέλει εσύ. Γιατί ντράπηκα μια φορά που μου ξέφυγε, γιατί θυμάμαι ακόμα τη χαρά σου εκείνη τη στιγμή κι ας μην το σχολίασες ποτέ, γιατί θυμάμαι και τη δική μου χαρά κι ας μην το παραδέχτηκα ποτέ. Δεν είναι η λέξη. Είναι που στο άκουσμά της μπαίνουν όλα στη θέση τους κι εξιλεώνονται ελλείψεις και παραλείψεις.
Πατριέ, είσαι για μένα πατέρας. Κι αν αυτό σημαίνει κάτι παραπάνω, είσαι ο πατέρας που επιλέγω να έχω. Για χρόνια θα σου χρωστάω αυτά που αν έλειπες ίσως να αποδεικνύονταν δύσκολα για μένα. Και θέλω να είσαι πλάι μου να τα ζήσουμε παρέα. Κάποια δεσίματα τα κάνουμε άλυτους κόμπους εμείς με τα δικά μας χέρια. Δε χρειαζόμαστε ίδιο αίμα στις φλέβες μας για να σφραγίσει τους δεσμούς.
Είχες υπομονή κι επιμονή. Μπόλικη δύναμη ψυχής για να μη νιώσεις ξένος σε μια οικογένεια που υπήρχε πριν από σένα. Αλλά δεν ήρθες ποτέ σαν περαστικός. Με ευγένεια και σοβαρότητα ήρθες κι έμεινες. Κι ήταν αυτό πιο όμορφο από όλα τα δώρα που είχα ζητήσει ως παιδί. Να ‘σαι πάντα καλά, πατέρα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη