Απ’ την πρώτη μέρα που η μαμά κι ο μπαμπάς έφεραν στο σπίτι αυτό το φασκιωμένο πλασματάκι, ο ρόλος μας στην οικογένεια άλλαξε μια για πάντα. Μάθαμε να είμαστε τα μεγάλα αδέλφια. Μάθαμε να είμαστε τα σοβαρά, υπεύθυνα, κατανοητικά παιδιά κι είτε πράγματι το καταφέραμε είτε όχι, όλοι μας κάποτε υπήρξαμε περήφανοι για τον καθοδηγητικό μας ρόλο απέναντι στα μικρά μας αδελφάκια.
Μάθαμε να τα προσέχουμε και να τα φροντίζουμε, όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε πως είναι στ’ αλήθεια κομμάτι από εμάς. Πόσες φορές λυγίσαμε στους τσακωμούς μας από τύψεις και πόσες φορές τους δώσαμε προτεραιότητα σε χίλιες δυο σπουδαίες ή όχι καταστάσεις. Γιατί εμείς μεγαλώσαμε με την ιδέα πως πρέπει να μοιραζόμαστε αυτά που κάποτε άνηκαν μόνο σε εμάς, ενώ τα μικρά μας αδέλφια μεγάλωσαν με την ιδέα πως πρέπει να κατακτούν αυτά που ανέκαθεν χωρίζονταν στα δύο.
Και τα πρώτα τους κλάματα αντέξαμε, και τη ζωηράδα τους στο άλλοτε ήσυχο παιδικό μας δωμάτιο, και τις ιώσεις που έφερναν απ’ τον παιδικό σταθμό και μας τις κολλούσαν κι εμάς, και την αντιδραστικότητά τους, και τη μανία τους να ανακατώνουν τα παιχνίδια που εμείς τακτοποιούσαμε τόσο όμορφα, και τα τσιμπήματα, τις δαγκωματιές, τα μαλλιοτραβήγματα. Όλα τα αντέξαμε. Κι αυτά τα τελευταία ειδικά τα υπομείναμε σφίγγοντας τα δόντια, γιατί εμείς ως μεγαλύτεροι και πιο μεγαλόσωμοι αν σηκώναμε χέρι, μάλλον θα ‘ταν μεγάλη η ζημιά.
Μέχρι που πάψαμε να είμαστε οι πιο μεγαλόσωμοι. Έτσι απλά. Φαινόταν από καιρό ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα, αλλά μάλλον δε θέλαμε να το πιστέψουμε. Κι από εκεί που είχαμε έστω και φαινομενικά το πάνω χέρι σε αυτή την αδελφική σχέση, χάσαμε κι αυτή την υπεροχή. Θυμόμαστε ακόμα εκείνες τις ταπεινωτικές στιγμές που στάθηκαν δίπλα μας και μετρούσαν τους ώμους και το κούτελό τους για να δουν αν μας πέρασαν σε μπόι. Μέχρι που πια δε χρειαζόταν να το κάνουν, γιατί τα φαινόμενα μιλούσαν πλέον από μόνα τους.
Στις φωτογραφίες κάναμε διστακτικά μύτες. Αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε κι εμείς την ατάκα-δικαιολογία «τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκαλάκια» και βασιστήκαμε στα υπόλοιπά μας ταλέντα. Τονίσαμε την ομορφιά μας, την εξυπνάδα μας, την ωριμότητά μας, ό,τι τέλος πάντων θα μπορούσε να μας δώσει το μπόι που μας στέρησε η γενετική.
Πόσες φορές μας χάιδεψαν στο κεφάλι σαν να ήμασταν τα κουταβάκια τους. Πόσες φορές μετανιώσαμε που καθίσαμε απέναντί τους στο τραπέζι γιατί τα πόδια τους έφταναν μέχρι τα δικά μας. Και πόσες φορές νιώσαμε ικανοποίηση όταν η μαμά τους φώναζε για τις αγγαρείες που εμείς δε φτάναμε να κάνουμε.
Τελικά το συνηθίσαμε. Όχι ότι άλλωστε είχαμε κι άλλη επιλογή. Μάθαμε να ζούμε με την πραγματικότητα, όταν το όνειρο της καθυστερημένης ανάπτυξης πέθανε για εμάς. Ρίξαμε την ευθύνη σε γονείς, προγόνους, τύχες κι άλλα τέτοια και καθίσαμε στη θέση μας. Στην κοντή θέση μας.
Αυτό που τώρα μεγαλώνοντας μας τσούζει λίγο περισσότερο είναι ότι τελικά συνειδητοποιούμε πως είμαστε κι οι κοντύτεροι κι οι γηραιότεροι. Όχι μόνο, δηλαδή, αντέξαμε να ζούμε ακούγοντας τα: «στρουμφάκι», «τάπα», «κοντούλα λεμονιά», «τι καιρό κάνει εκεί κάτω;», όχι μόνο υπομείναμε εκείνες τις κοινοποιήσεις αναρτήσεων για το μπόι μας απ’ τους λατρεμένους φίλους μας με το ακαταμάχητο χιούμορ, αλλά τώρα πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι εμείς γερνάμε κιόλας, ενώ τα μικρά μας αδέλφια παραμένουν «μικρά». Μικρά και ψηλά.
Πόση αδικία να αντέξουμε κι εμείς; Είπαμε. Μπορεί να είμαστε μεγάλες ψυχές εγκλωβισμένες σε μικρά σώματα, αλλά έχουμε κι εμείς τα όριά μας. Τα ένα κόμμα πενήντα, εξήντα, τα ένα κόμμα κάτι τέλος πάντων όριά μας. Άντε μπράβο!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη