Αναμονές διαρκείας κι αποστάσεις ασφαλείας. Επιλογή το «τόσο όσο» μπροστά στο φόβο του «καθόλου». Να σε έχω έστω κι έτσι απ’ το να μη βρίσκεσαι ξαφνικά στη ζωή μου. Καβγάδες, φωνές, απέχθεια, απαξίωση, παρεξηγήσεις, θυμός, μετάνοια, κενό. Κενό στα βλέμματα που ψάχνουν τη χαμένη τους σπιρτάδα, κενό στις σκέψεις που απεγνωσμένα αναζητούν μια σανίδα σωτηρίας, κενό στα βράδια που ήρθαμε κοντά αδειάζοντας τα κορμιά μας λες κι έτσι θα γέμιζαν οι καρδιές μας.

Αντοχή ή ανοχή; Επιμονή ή υπομονή; Παράταση σε έναν αγώνα που έχει κριθεί ήδη; Δε θέλω να σε χάσω. Στη σκέψη και μόνο πετάγομαι τα βράδια στον ύπνο μου κι αναζητώ μια μονάχα επιβεβαίωση ότι είσαι ακόμα εδώ, ότι δε θα ξημερώσει νύχτα που δε θα μου πεις καλημέρα, ότι δε θα ανατείλει μέρα που δε θα ‘χω την προσμονή να τη ζήσω μαζί σου. Δε θέλω να γίνεις παρελθόν. Δεν το αντέχω. Αλλά πιο πολύ δεν αντέχω το παρόν που έχεις καταντήσει να είσαι. Το παρόν που έχω καταντήσει να ‘μαι κι εγώ.

Ή θα το λύσουμε ή θα το λήξουμε. Όχι γιατί ξαφνικά βρήκα τη δύναμη να υπάρχω μακριά σου, αλλά γιατί πια έχασα κάθε δύναμη να ζω έτσι κοντά σου. Δεν αντέχω  τη θλίψη στα μάτια μας. Εμείς λέγαμε πως γεννηθήκαμε για να ευτυχήσουμε παρέα, θυμάσαι; Δεν αντέχω την απόγνωση στις βαριές μας ανάσες. Εμείς λέγαμε πως ανασαίναμε ο ένας για τον άλλο, θυμάσαι; Δεν αντέχω τις ενοχές στις κουβέντες που δεν ξεστομίζουμε ποτέ. Εμείς λέγαμε πως φταίγαμε για τα χρόνια που χάσαμε χωριστά, θυμάσαι;

Θυμάσαι; Αν ναι, τότε έλα. Έλα να βάλουμε κάτω τα περισσεύματα από αυτές τις αναμνήσεις, ό,τι έμεινε απ’ όσα ξεπουλήσαμε όσο όσο σε καβγάδες κι εγωισμούς κι έλα να διεκδικήσουμε την ευτυχία που αφήσαμε να φθαρεί. Είμαστε ακόμα οι ίδιοι; Ζουν μέσα μας ακόμη αυτοί οι δυο άνθρωποι που κάποτε βρήκαν την πληρότητα, την ολοκλήρωση ο ένας στον άλλο; Που κάποτε διαισθάνθηκαν τόσο έντονα πως είχαν φτάσει στον από πάντα προορισμό της ζωής τους;

Έλα να λύσουμε όσους κόμπους έφτασαν στον λαιμό και μας έπνιξαν. Έλα να πούμε αυτά που αποφύγαμε από φόβο μήπως και ξεχείλιζαν το ποτήρι. Έλα να νιώσουμε και πάλι ασφαλείς πως παλεύουμε μαζί κι όχι ο ένας τον άλλο. Υπάρχει ακόμα ελπίδα, αν υπάρχει ακόμα αγάπη. Άσε με να σου πω όλα τα «μου έχεις λείψει» που έκρυψα στις θυμωμένες κουβέντες μου. Πες μου κι εσύ σε παρακαλώ όλα τα «σ’αγαπώ» από εκείνα τα βράδια που αποκοιμηθήκαμε αμίλητοι. Αμίλητοι και πιο μόνοι από ποτέ.

Δε θυμάσαι; Ξέχασες από συνήθεια ή από ανάγκη; Πιστεύεις πως ο χρόνος δε δίνει δεύτερες ευκαιρίες σε όσους δε μέτρησαν σωστά τις πρώτες; Αν δεν υπάρχει πια για εμάς μέλλον, τότε για εμάς μένει μόνο το αντίο. Όσο επίπονος κι αν μοιάζει ο αποχωρισμός, τίποτα δεν πονάει στα αλήθεια περισσότερο απ’ το να σε χάνω κάθε μέρα λίγο κι άλλο λίγο. Μαζί σου χάνω και τον εαυτό μου, το ξέρεις; Δε με αναγνωρίζω πια. Με χάνω σε λόγια φθόνου που δεν περίμενα να πω ποτέ, σε αισθήματα απαξίωσης που με παγώνουν σαν άνθρωπο.

Η απόφαση είναι μία και πρέπει να την πάρουμε από κοινού απόψε. Αυτή θα είναι η τελευταία μέρα της δυστυχίας μας. Από αύριο θα μαζεύουμε τα κομμάτια μας, μαζί ή ο καθένας τα δικά του, κι αργά ή γρήγορα θα σταθούμε και πάλι στα πόδια μας. Καμιά αγάπη δεν αξίζει αυτό που καταλήξαμε να είμαστε εμείς στα μάτια ο ένας του άλλου, αλλά και στα δικά μας. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για εμάς. Στένεψαν πολύ από τότε που μάθαμε να συμβιβαζόμαστε με το μέτριο.

Εμείς δεν ήμασταν ποτέ για το μέτριο.
Εμείς λέγαμε πάντα «όλα ή τίποτα».
Θυμάσαι;

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη