Ερωτήσεις κι απαντήσεις. Ένας διάλογος μεταξύ δυο ανθρώπων που θα τους φέρει πιο κοντά. Όλες οι απορίες, οι υποψίες, οι φοβίες, οι περιέργειες διατυπωμένες σε προτάσεις που αναμένουν αγωνιωδώς τις αποκρίσεις τους. Οι περισσότερες κοινότυπες κι άλλες έμμεσες.

Γιατί κάποια δε λέγονται και σίγουρα δε σκαλίζονται. Κι όσο κι αν θα ήθελαν να τα ξέρουν, δεν τολμούν να είναι ειλικρινείς. Βλέπεις, αγένεια κι ειλικρίνεια ζουν τόσο τρομακτικά κοντά κι οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί στην ισορροπία. Γέρνουμε, γιατί το χάνουμε στο ζύγι που λέγεται λογική.

Μαζί σου, όμως, όλα είναι –κι όλα θέλω να είναι– διαφορετικά. Δε θέλω να επιδοθώ σε εκείνη τη γνωστή συνέντευξη για να σε κατευθύνω εκεί που έχω ανάγκη να πάμε ή να με οδηγήσεις μακριά από εκεί που πιστεύεις πως δεν αντέχω να πάω. Δε θέλω να ρωτήσω αυτά που ήδη έχεις σκεφτεί πως θα θέλω να μάθω κι ούτε να μου πεις αυτά που έχεις προετοιμάσει, όσα θαρρείς πως χρειάζεται να ξέρω. Δε θέλω να ακούσω βολικά «ναι», ούτε ασφαλή «όχι». Άλλωστε ξέρεις ήδη πως εγώ λατρεύω το «εξαρτάται».

Γι’ αυτό κι απόψε διαλέγω τη σιωπή μου. Νωχελικά θα περπατήσω δίπλα σου και θα σε αφήσω να διαλέξεις εσύ τη διαδρομή στο μέσα σου. Μαντεύω  ήδη πως η ουσία σου βρίσκεται σε αυτά που δε μου περνούν απ’ το μυαλό να ρωτήσω για σένα. Κι υποψιάζομαι πως όσα κι αν ρωτήσω, όσα κι αν απαντήσεις, κατά βάθος άλλα θα ήθελες να μου πεις. Γιατί σ’ αυτά κρύβεται ο εαυτός σου που κανένας τους –από επιλογή δική σου ή δική τους- δε γνώρισε και δεν αγάπησε ποτέ.

Θέλω να μάθω αυτά που ποτέ δε θα σκεφτόμουν να σε ρωτήσω. Κατάλαβες; Κι ας μπλέξουμε. Γιατί σε αυτά βρίσκεται η μοναδικότητά σου. Στις στιγμές που δεν πίστευες ποτέ πως θα έρχονταν, στις αμαρτίες που δεν πίστευες πως θα υπέκυπτες, στις φοβίες που δεν πίστευες πως θα σε νικούσαν. Σε εκείνη την τρέλα που έκανες κάποτε και τώρα μετανιώνεις, στο ταξίδι που θα ήθελες να μην είχε επιστροφή, στην επιλογή σου που ήταν σκέτη καταστροφή. Σε εκείνο το γεγονός που ανέτρεψε τα σχέδιά σου, σε μία πρόταση που ανέτρεψε τη ζωή σου, σε μία πράξη που γαλήνεψε το μέσα σου.

Θέλω να μάθω αυτά που νομίζεις πως θα μου ‘ναι αδιάφορα. Ανάλυσέ μου εκείνη τη σκέψη σου που ακόμα δεν έχεις βάλει σε τάξη, μίλα μου για εκείνον το θυμό σου που φλέγεται μέσα σου για καιρό, πάρε με μαζί σου σε εκείνη την ιδέα που έγινε εμμονή κι έμεινε τελικά απωθημένο. Κάνε με μια βόλτα σε εκείνη την παιδική ανάμνησή σου που φαντάζει πια όνειρο, σε εκείνη την ανοχή σου που θρεφόταν από μπόλικη ενοχή, σε εκείνο το μέρος που κρύβεσαι όταν δεν ανήκεις πουθενά.

Θέλω να μάθω αυτά που φοβάσαι πως θα με απομακρύνουν, αν μου τα πεις.  Πες μου για τον αλλόκοτο εαυτό σου όταν ξεπέρασαν τα όριά σου. Για εκείνη τη φορά που υπήρξες κορόιδο των αναγκών σου.  Για εκείνον τον άνθρωπο που επέτρεψες να σε χειριστεί. Για εκείνη τη χαζομάρα που σου στέρησε μία ευκαιρία, για μια αβάσιμη κατηγορία, για ένα λάθος που νιώθεις πως γεννήθηκες για να κάνεις και να ξανακάνεις.

Έλα, μην το κουράζουμε. Ξέρω πως ήδη έχεις σκεφτεί αυτά που εμένα δε μου πηγαίνει το μυαλό να ρωτήσω. Κι ίσως και να σε φαντάζεσαι να μου τα λες, κι ίσως και να με φαντάζεσαι να αντιδρώ. Ίσως να διαισθάνεσαι πού θα μας πάει αυτός ο σχεδόν μονόλογος κι ίσως να μαντεύεις πως το θέλω πολύ. Γιατί το θέλω πολύ.

Λοιπόν; Σε ακούω…

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη