Ξημέρωσε. Άνοιξε τα μάτια και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν πάλι αυτή η «αόρατη» φίλη. Την είδε να κάθεται στην κάτω μεριά του κρεβατιού. Φορούσε το συνηθισμένο γκρι ταγέρ της με το λευκό πουκάμισο από μέσα. Αυστηρά, είχε κουμπώσει μέχρι και το τελευταίο κουμπί που σταματούσε στον λαιμό σε ένα ελαφρύ σφίξιμο, για να μη βρίσκει η χαρά τρόπο να περάσει μέσα. Μια καθώς πρέπει παρουσία ήταν, που όλοι καλοδέχονταν χωρίς να υποψιάζονται τίποτα.

Ακολούθησε τα χνάρια της μέχρι το μπάνιο και την είδε μέσα απ’ τον καθρέπτη να γελάει χαιρέκακα. Έπρεπε να βρει τη δύναμη να παλέψει μαζί της σώμα με σώμα, αν κι ήξερε το αποτέλεσμα αυτής της μάχης. Πώς εξοντώνεις άραγε έναν αόρατο εχθρό; Πώς ζητάς βοήθεια από κάποιον γι’ αυτήν τη μάχη, όταν δεν μπορείς να του περιγράψεις ποιος στέκεται απέναντί σου; Πώς να σκοτώσεις τις λέξεις που καρφώνουν τη συνείδηση, ανοίγοντας πληγές χειρότερες κι από λεπίδα μαχαιριού;

Σήμερα πάλι ένιωθε δεμένη στο πόδι, την αλυσίδα που είχε περάσει χρόνια τώρα η «φίλη» που είχε. Αλυσίδα φτιαγμένη από λέξεις σκληρές, ανυπόστατους χαρακτηρισμούς και πολύ πόνο. Αυτή η αλυσίδα κρατούσε δεμένο το σώμα της για χρόνια στο ίδιο σημείο. Είχε χάσει την αυτοπεποίθηση που είχε, αγνοούσε τι αξίζει και βούλιαζε μέσα στην αμφιβολία.

Μια μέρα αποφάσισε να την ακολουθήσει, με τη σκέψη ότι ίσως αν δει πού ζει, με ποιους συναναστρέφεται και πώς συμπεριφέρεται, θα κατάφερνε να βρει τον τρόπο να την εξοντώσει. Μα πάλι άκρη δεν έβγαλε. Την είδε να κάνει παρέα με όλων των ειδών τους ανθρώπους. Συνυπήρχε το ίδιο καλά κι αρμονικά με πλούσιους και φτωχούς, με μορφωμένους και αγράμματους. Κλείδωνε στόματα με μια ανατριχιαστική ευκολία και χωρίς οίκτο. Την είδε να κινείται σε σπίτια με φως, σε καταγώγια, σε μαγαζιά, σε δρόμους, νύχτα και πρωί, με κρύο και ζέστη. Υπήρχε παντού και πουθενά.

Μπήκε κρυφά στο σπίτι της, μήπως έτσι βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Στεκόταν ώρα στα σκαλιά που οδηγούσαν στο εσωτερικό του υπογείου. Να περάσει μέσα ή να οπισθοχωρήσει; Η σκέψη πάγωσε για δυο δευτερόλεπτα. Αλλά πάλι τι είχε να χάσει;

Άνοιξε την ξύλινη πόρτα κι έμεινε να κοιτάει το σκοτεινό δωμάτιο πριν αποφασίσει να μπει μέσα. Η μυρωδιά της μούχλας τρυπούσε τα ρουθούνια. Πήρε λίγο θάρρος και πέρασε με βήματα σταθερά σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Παράθυρα δεν έβλεπες πουθενά, για να μην ακούγονται οι κραυγές των ανθρώπων που βασάνιζε. Μαραμένα λουλούδια στα βάζα, γιατί χωρίς φως τίποτα δε ζει.

Είδε να τραβάει ένα μπαούλο και να χαμογελά ανοίγοντάς το. Άρχισε να το αδειάζει άτσαλα. Λέξεις, ψυχές, δάκρυα, όλα μαζί ένα κουβάρι απλωμένα στα πόδια της. Κι αυτή γελούσα μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της κι έμοιαζε με μαινάδα. Μούδιασε στην όψη όσων έβλεπε κι έκανε ένα βήμα πίσω.

Άρχισε να τρέχει μακριά. Όχι, δε θα γίνει τρόπαιό της. Κι όσο έτρεχε όλο και πιο γρήγορα, αναθάρρησε κι άρχισε να επαναλαμβάνει, πρώτα ξέπνοα κι ύστερα φωναχτά, αυτό που χρόνια πρέσβευε: «Οι λέξεις είναι για να λέμε αυτό που αισθανόμαστε κι όχι για να κρυβόμαστε από πίσω.»

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Άσπα Ηλιάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου