Κάθε Νοέμβρη, η Έλλη μισούσε τον εαυτό της.
Νόμιζε ότι είχε παλέψει όσο ακριβώς χρειαζόταν για να γλιτώσει απ’ τον καταραμένο εκείνο τόπο, μα τώρα καταλάβαινε πως ό, τι κι αν είχε κάνει δεν ήταν αρκετό.
Εξακολουθούσε να βρίσκεται καρφωμένη μεσοπέλαγα, βρίζοντας τη μοίρα της.
Δεν της άρεσαν τα νησιά, ούτε ο αέρας που μόνιμα τα περιδιάβαινε.
Είχε πάντα σκοτάδι και υγρασία. Σιωπή παντού.
Οι άνθρωποι ήταν σκληροί, ύψωναν τείχη που δεν τα φαντάζεται ξένου νους.
Δεν ήθελε να υπάρχει ανάμεσα τους. Όχι άλλο, όχι πια.
Αυτά σκεφτόταν κάθε χειμώνα, γιατί το καλοκαίρι ο ήλιος της ζέσταινε την καρδιά κι έπαυε να τη νοιάζει.
O Φοίβος είχε χρόνια να ‘ρθει στο νησί, απ’ όταν έριξε μαύρη την πέτρα της νιότης πίσω του κι έφυγε ν’ αναζητήσει την τύχη του.
Πατούσε γερά στη γη κι ένιωθε ικανός ό, τι έπιανε, να το κάνει χρυσό.
Δεν άργησε ν’ ανοίξει στη ζωή του την πόρτα που τον οδήγησε κατευθείαν στα σαλόνια της καλής κοινωνίας.
Μα πλησιάζοντας πια τα 50, αισθανόταν πως είχε χάσει τον ενθουσιασμό και το αρχικό του ενδιαφέρον για ζωή.
Καμιά φορά, σκεφτόταν πόσο θα ‘θέλε να ‘χε μια δεύτερη ευκαιρία, να ξεκινήσει απ’ την αρχή.
Να πάρει άλλη ρότα, τελείως διαφορετική απ’ αυτήν που είχε διαλέξει .
Κυρίως μακριά από κείνη τη γυναίκα. Την πρώην γυναίκα του.
Ήταν μια μάγισσα σκοτεινή, που περίμενε υπομονετικά να τον ποτίσει τα μαντζούνια της κι έπειτα να του μπήξει τα σουβλερά της νύχια βαθιά στη σάρκα.
Κακιά γυναίκα, μυστήρια.
Πέρασαν χρόνια για να καταλάβει ότι κάθε μέρα, του ρούφαγε το αίμα μεθοδικά.
Δε δίστασε να τον στραγγίξει και οικονομικά, αναγκάζοντας τον με την καθοδήγηση του βρωμιάρη δικηγόρου της, να υποθηκεύσει όλο του το βιος, για να ζει η ίδια εξασφαλισμένη.
Τελευταία δεν άντεχε ούτε να τη βλέπει, του έφερνε αναγούλα η ματιά της και η πίεση του, ανέβαινε επικίνδυνα.
Μια μέρα θόλωσε ξαφνικά ο κόσμος και το δεξί μάτι του γέμισε αίματα.
Εκεί κατάλαβε πως δεν πήγαινε άλλο να ζει έτσι.
Ο γιατρός του συνέστησε να ηρεμίσει και τότε αποφάσισε να επιστρέψει για λίγες μέρες, μετά από χρόνια, στο νησί.
Είχε από μικρός το καταφύγιο του σημαδεμένο καταμεσής της θάλασσας.
Δεν χρειαζόταν πολλά, μια κάμαρα κι ένα βιβλίο στο παραθύρι, που άνοιγε προς το πέλαγος.
Οι μέρες περνούσαν μοναχικές στο νησί κι ο Φοίβος πολλές φορές έκανε ν’ αλλάξει το εισιτήριο της επιστροφής του, μα σήμερα πια δεν μπορούσε να το αναβάλλει κι άλλο.
Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι μέχρι τα Χριστούγεννα θα γυρνούσε ξανά και κίνησε απρόθυμα για το αεροδρόμιο.
Και να, που σε μια αναπάντεχη τελευταία στιγμή, έμελλε να φωτίσει η ζωή του απ’ την αρχή, μέσα στα μελιά μάτια της Έλλης.
Σαν υπνωτισμένος έστεκε να την κοιτάζει, με το διάφανο βλέμμα του στυλωμένο πάνω της.
Κι εκείνη που ήταν δεν ήταν 25 χρονών, χαμήλωσε αμήχανα το βλέμμα μα δεν απέφυγε να του χαρίσει το πιο φωτεινό της χαμόγελο.
«Παράξενη ματιά», σκέφτηκε η κοπέλα, «τι άραγε θέλει να μου πει και δεν το φανερώνει;»
Εκείνος ψέλλιζε λόγια ακατανόητα, μπερδεμένα με σκέψεις ατελείς, σε μια προσπάθεια να κρατήσει τη στιγμή ανεξίτηλη.
«Θα χάσω το αεροπλάνο, πες μου μονάχα πότε μπορώ να σε ξαναδώ», βιάστηκε όλο κι όλο να της πει.
Το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Δεν ξέρω», του είπε.
«Εγώ εδώ θα ‘μαι. Αν ξανάρθεις, είναι μικρό το νησί, ψάξε με.»
Έγραψε, τον αριθμό του τηλεφώνου του σε ένα χαρτί κι έπειτα της το έκλεισε σφιχτά στο χέρι.
«Σε παρακαλώ, πάρε με», της ψιθύρισε.
«Με λένε Φοίβο», συμπλήρωσε.
«Εγώ είμαι η Έλλη.»
«Πρέπει να φύγω, υποσχέσου μου ότι θα με βρεις.»
Τα καταραμένα αεροπλάνα, ποτέ δεν αργούν όταν το θες.
Κοιτούσε το τσαλακωμένο χαρτί στα χέρια της κι αναρωτιόταν πότε θα ήταν καλύτερα να τηλεφωνήσει.
Όχι πολύ νωρίς, να μη φανεί απελπισμένη, όχι πολύ αργά, να μην ξεχάσει.
Την τρίτη μέρα, σχημάτισε τον αριθμό.
Λίγες μέρες μετά, στρίμωξε δυο πράγματα σε μια κόκκινη βαλίτσα. Δεν κρατούσε στα χέρια της κανένα θλιβερό εισιτήριο επιστροφής.
Κι έτσι, όσα μέχρι τότε τους χώριζαν, ξαφνικά έγιναν δρόμος. Και που δίχως να το ξέρουν, διέσχιζαν ταυτόχρονα και οι δυο, τρέχοντας από αντίθετες κατευθύνσεις μέχρι να συναντηθούν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.