«Με διακρίνει αυτή η διαστροφή να ταυτίζω τους ανθρώπους με τους τόπους.

Και η Δανάη για μένα πάντα ήταν θάλασσα.

Κάθε που τη σκέφτομαι το μυαλό μου πλημμυρίζει με αλμυρό νερό, που εκείνη μέσα του σχεδόν γυμνή βουτά, σκαρφαλωμένη αυθάδικα στους ώμους του Αλέξανδρου.

Ο Αλέξανδρος όλους πρόθυμα μας ανέβαζε στους ώμους του, για να κάνουμε βουτιές από ψηλά.

Ψηλός και δυνατός σα βράχος, με βλέμμα πράσινο σαν κόσμος σμαραγδένιος, μας πρόσεχε, όπως κάνουν όλοι οι πατεράδες, τα καλοκαίρια στο νησί.

Νομίζω πως κατά βάθος όλοι σε εκείνη την παρέα ευχόμαστε να ήταν έτσι κι ο δικός μας μπαμπάς – όλοι εκτός από τη Δανάη, που ευχόταν για τον Αλέξανδρο,  πολύ διαφορετικά.

Η Δανάη ήταν ερωτευμένη με τον Αλέξανδρο, ο οποίος τύγχανε μπαμπάς της κολλητής της.

Εγώ ήμουν ερωτευμένος με τη Δανάη, επίσης στα κρυφά.

Ένα τρίγωνο εφηβικό, που ξεκίνησε μέσα μου ως ένα δράμα προσωπικό, καταλήγοντας μια τρυφερή ανάμνηση για όλους.

Τότε όλων οι ζωές είχαν φόντο το νησί, μα στο κάδρο το δικό μου υπήρχε μόνο εκείνη.

Άγουρη ακόμη, που μέσα της ανέτειλε ένα ψιλόλιγνο γυναικείο κορμί, άλλοτε κατσούφα κι άλλοτε συναρπαστική.

Έψαχνε διαρκώς τον τρόπο να στρέφει πάνω της την προσοχή, προκαλώντας συνήθως ταραχή, φωνάζοντας και χειρονομώντας σαν κακομαθημένο παιδί.

Τα είχε όλα στο πιάτο, μα νομίζω πως χορτάτη δεν ένιωθε ποτέ.

Και το βλέμμα της ήταν πάντα σκοτεινό, το θυμάμαι αυτό.

Μια μέρα διαπίστωσα, πως τα μάτια της έλαμπαν στα ξαφνικά, βλέποντας τον Αλέξανδρο να πλησιάζει από μακριά.

Την παρατηρούσα στα κλεφτά, καθώς κάθε εκατομμυριοστό του κορμιού της παλλόταν από ένταση, στη θέα αυτού του άντρα.

Δάγκωνε τα χείλη της, τα μάγουλα της έπαιρναν της φράουλας το χρώμα, το βλέμμα άστραφτε.

Και μπορεί η δική μου η καρδιά να χτύπαγε πιο γρήγορα για εκείνη, μα τη δική της έξαψη την πυροδοτούσε μονάχα της φίλης της ο μπαμπάς.

Προσπαθούσε μάταια να το κρύψει, αλλά σε μένα ήταν εντελώς ξεκάθαρο.

Δήθεν ασυναίσθητα γλίστραγε τα χέρια της μέσα στα σγουρά της μαλλιά κι έπειτα τον πλησίαζε και τον άγγιζε δήθεν τυχαία, γέρνοντας πάνω του, όπου έβρισκε δέρμα γυμνό.

Τον κοίταζα τότε άθελα μου κι εγώ, ενώ αναρωτιόμουνα αν κάτι είχε πάρει χαμπάρι από όλα αυτά.

Από τα απαγορευμένα παιχνιδάκια της Δανάης ή ακόμη χειρότερα από το δικό μου, το καψάλισμα για όλα αυτά.

Αναρωτιόμουν αν διέκρινε πόση γοητεία της ασκούσε και πόσο της γεννούσε το θαυμασμό, έτσι όπως έστεκε τόσο σίγουρος για τον εαυτό του, ανάμεσα μας.

Με τον αέρα της εξουσίας του ώριμου άντρα, τη δύναμη από την πείρα της ζωής.

Κι αν αυτή του η persona τον κρατούσε σε απόσταση από εμάς, ήταν η ίδια που φούντωνε της Δανάης την επιθυμία, ακόμη πιο πολύ.

Όσο πιο κρυφό έπρεπε να κρατήσει τον έρωτα της, τόσο πιο προκλητικά τον διεκδικούσε στα φανερά.

Την ήξερα καλά τη Δανάη από παλιά.

Κι είμαι σίγουρος πως αυτός ο άντρας της ξύπναγε την αίσθηση κάθε μικρού παιδιού, ότι μπορεί να κατακτήσει κάθε τι που φαντάζει ερμητικά κλειστό.

Το απαγορευμένο της δημιουργούσε την έξαψη, περισσότερο από την ίδια την ερωτική επιθυμία.

Δοκίμαζε μέχρι που μπορούσε να φθάσει, ζώντας αυτό το συναίσθημα, το τελείως διαφορετικό.

Ισορροπούσε ανάμεσα στην αθωότητα του ανολοκλήρωτου πόθου και την επικίνδυνη περιέργεια που ξυπνά τις φαντασιώσεις.

Ο έρωτας γινόταν ευκαιρία να εξερευνήσει τη γυναικεία της φύση κι ο Αλέξανδρος ήταν το μέσο για να γίνει αυτό.

Η εξιδανίκευση, το σκίρτημα, η φαντασίωση και το παραλήρημα δεν ήταν παρά μια περίοδος ασφαλούς πειραματισμού.

Λένε ότι ο ανεκπλήρωτος, ο πλατωνικός, είναι ο απόλυτος έρωτας: αυτόν που ποθείς τον έχεις εσύ δημιουργήσει, πλάθοντας τον στο μυαλό σου ακριβώς όπως τον χρειάζεσαι.

Και έτσι μαζί του δεν σπαταλάς ενέργεια, σε συγκρούσεις, ματαιώσεις και ταπεινές συναλλαγές.

Όταν ακόμη φοβάσαι να κάνεις σχέση πραγματική, όταν δεν είσαι έτοιμος να απορρίψεις και να απορριφθείς, ένας τέτοιος έρωτας, είναι μια λύση ασφαλής, που δεν χρειάζεται κιόλας να τον εξομολογηθεί κανείς.

Αυτό που δεν ήξερα τότε και για αυτό ζήλευα παράφορα την εμμονή της Δανάης σε έναν άνδρα από μένα τόσο μακρινό, ήταν πως στην πραγματικότητα δεν θα έπαιρνε από εκείνον τίποτα από όσα είχε ανάγκη να αισθανθεί.

Τη φροντίδα, τη ζεστασιά, την οικειότητα και το χάδι, που όσο της έλειπαν, τόσο τα φοβόταν την ίδια στιγμή.

Ούτε τη συντροφικότητα, την επικοινωνία, τη σεξουαλικότητα.

Γιατί εκείνος θα παρέμενε εσαεί ο ήρωας των καλοκαιριών της, ψηλά στο βάθρο όπου η πατρική του φιγούρα άξιζε να τοποθετηθεί.

Εγώ θα συνέχιζα μαζί της το δρόμο της ενηλικίωσης, μέχρι να έβρισκα ελεύθερο το πεδίο για να της τα εξομολογηθώ.

Φυσικά εκείνον τον έρωτα για τον Αλέξανδρο, δεν τον παραδέχθηκε σε μένα ποτέ.

Αλλά τώρα που η κόρη μας κλείνει τα δεκαεπτά και πότε πότε μιλάει για τους μπαμπάδες των φιλενάδων της χωρίς να παίρνει αναπνοή, είμαι βέβαιος ότι στο πελαγίσιο της Δανάης βλέμμα διακρίνω μια αθώα αναλαμπή.»

 

Συντάκτης: Ιωάννα Λιζάρδου