«Ενθάδε κείται ο χαρτοπαίχτης μου εαυτός», δήλωνε ο Λάμπρος, ακουμπώντας το χέρι του στην καρδιά.
Πολλές φορές μπροστά μου έπαιρνε τέτοιο όρκο τιμής, μα τη λαχτάρα του για το τζόγο δεν του έμελε να τη θάψει ποτέ. Το ανάποδο συνέβη τελικά.
Τον αγάπησα το Λάμπρο, γιατί πώς άλλωστε θα μπορούσα να ζήσω 30 πικρά χρόνια μαζί του αλλιώς;
Ήταν ο άντρας μου, ο πατέρας των παιδιών μου κι όποια κι αν ήταν η ζωή μας, δεν είχαμε να μοιραστούμε παρά μονάχα αυτή.
Τον ερωτεύθηκα από όταν ήμασταν ακόμη μικροί.
Εγώ αυθόρμητη και εκείνος παρορμητικός. Από τότε οι κόσμοι μας ακόμη κι αν έμοιαζαν, είχαν αντίθετη ροπή.
Όμως, για όλο το διάστημα, που ήμασταν μαζί, πριν παντρευτούμε, δεν κατάλαβα το παραμικρό από την κρυφή του εκείνη πτυχή. Στη αρχή ήταν τύπος και υπογραμμός. Και νοικοκύρης και κουβαρντάς και απέναντι μου προστατευτικός.
Ότι δεν θα άντεχε να πάρει στα χέρια του τις ευθύνες της ζωής του, δεν το φαντάστηκα για εκείνον ποτέ.
Αργότερα κατάλαβα, πως ο τζόγος ήταν, από τα ζόρια που τραβούσε, η προσωπική του διαφυγή.
Μα εγώ το διαπίστωσα αργά κι εκείνος δεν παραδέχτηκε ποτέ την αδυναμία του, γιατί δεν τον άφηνε ο εγωισμός του να το κάνει.
Και αν τον ρωτούσες, βαθιά μέσα στην πλάνη του, ένιωθε απ’ όλους μας ο πιο δυνατός. «Όποτε θέλω το σταματάω», έλεγε και δεν το σταμάταγε ποτέ.
Ένα ψέμα ακόμα, όπως όλα από εκείνα που χτίσαμε το σπίτι μας, δηλαδή. Ένα σπίτι, που ακόμα δεν κατάλαβα, αν στην πραγματικότητα νοιάστηκε ποτέ.
Τη μέρα που θα βάζαμε τα θεμέλια της οικοδομής, ήρθε σα βρεγμένη γάτα στον πατέρα μου να εξομολογηθεί πως έμπλεξε κι έφαγε τα λεφτά, που θα δίναμε στο μάστορα για πληρωμή.
Κι από τότε, ξέπνοος επέστρεφε στο σπίτι μας αμέτρητες φορές, έχοντας χάσει της ζωής μας τα πιο σημαντικά, τις γέννες, τα σχολεία, των παιδιών μας τις αρρώστιες αλλά και τις χαρές.
Έλειπε τις νύχτες, έλειπε τις Κυριακές, ακόμα και στις γιορτές μας άφηνε ολομόναχους.
Τουλάχιστον ήξερα πάντα που ξημερωνόταν, για να τον βρω. Εγώ κι ολόκληρο το νησί. Δε μου έφτανε η απελπισία μου, είχα να κουμαντάρω και την ντροπή.
Γαργάρα έκανα την αξιοπρέπεια μου κάθε πρωί, όταν τον έβλεπε η γειτονιά κομμάτια να ανεβαίνει τις σκάλες του σπιτιού μας, αντί να τις κατεβαίνει κουστουμαρισμένος για τη δουλειά.
Και κάθε μέρα θύμωνα μαζί μου ολοένα και πιο πολύ, επειδή δεν κατάφερνα να τον σταματήσω, όπως κι αν του είχα φερθεί. Όλα τα είχα δοκιμασμένα και κατέληγα να θυμώνω με τον εαυτό μου, αντί να ρίχνω το φταίξιμο σε αυτόν.
Για καιρό προσπαθούσα να τον καλύψω και να του συμπαρασταθώ. Να τον δικαιολογήσω στους γονείς μου και στα παιδιά, να αποφύγω να ρίξω κι άλλο λάδι στη φωτιά.
Έτσι έμαθα μέσα μου να σπρώχνω τη λύπη, μαζί με το θυμό.
Να μη με δούνε τα μικρά μας να κλαίω, να μην ακούσει άλλος της ψυχής μου τον οδυρμό. Όλοι γνωρίζαμε στο σπίτι, μα κανένας δε μιλούσε για αυτό.
Όλα τα κράταγα μέσα μου κλεισμένα σαν σε βαζάκια αεροστεγή, από εκείνα που γέμιζα ολημερίς με γλυκό του κουταλιού.
Και μες τη νύχτα τα στόλιζα με ροζ φιογκάκια και δαντέλες μουσκεμένες από κλάμα βουβό.
Κάπως, βλέπετε, έπρεπε να ομορφύνω την πραγματικότητα και εγώ.
Χλωμή, άυπνη και μισο-υστερική τον περίμενα, πλέκοντας, τα βράδια στην κουζίνα κι ας ήξερα πως δεν θα γύριζε πριν την ανατολή. Και υπήρχαν και φορές που μέτρησα στη σειρά πέντε ολάκερες ανατολές, μέχρι να φανεί στην πόρτα.
Προφανώς από εμένα δεν περίμενε καμία ηδονή, ούτε και το σπίτι μας μπορούσε να του προσφέρει γαλήνη στην ψυχή.
Κι όταν πείστηκα πως τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, πάλι να φύγω μακριά του δεν τόλμησα ποτέ. Άλλωστε που να πήγαινα μονάχη, αφού είχε στο μεταξύ προλάβει να χάσει όλα μας τα υπάρχοντα στο χαρτί;
Σε μια τσόχα ξεφτισμένη έπαιζε μερόνυχτα, μέχρι που έχασε όλη μας τη ζωή.
Έφυγε ξαφνικά αφήνοντας πίσω του χρέη κι ένα πόνο ριζωμένο μέσα μας βαθιά.
Δε με νοιάζει που του πλήρωσα τα χρέη, μα δε του συγχώρεσα ακόμη τον πόνο που μου καίει από τότε τα σωθικά.