Στο δρόμο κάτω από το σπίτι μου έχει ένα κάδο σκουπιδιών.
Κάθε πρωί στα πεταχτά φιγούρες βιαστικές κάνουν μια στάση, αφήνουν τα σκουπίδια τους κι αμέριμνες συνεχίζουν τη μέρα τους.
Από το παράθυρο μου, στέκομαι κάθε μέρα και τους παρατηρώ. Κι αν δεν το ξέρετε, ήρθε η ώρα να το μάθετε πως κάθε μέρα τα σκουπίδια τους μιλάνε στον κόσμο για αυτούς.
Πως ζούνε, τι περνάνε, τι κρύβουν, τι πετάνε.
Έτσι πάντα γίνεται με τα σκουπίδια όλων μας: κρύβουν μέσα τους δικά μας μυστικά, όσα θέλουμε να ξεφορτωθούμε, όσα δεν αντέχουμε τη σαπίλα τους κι όλα όσα μας χαλάνε τη μόστρα τελικά.
Κι από όλα εκείνα που πετάμε νυχθημερόν, πιο φλύαρα και βρωμερά, τα σκουπίδια του μυαλού. Από αυτά, λες και ξετρυπώνει η γλώσσα η διχαλωτή κι ό,τι πετιέται από αυτήν στάζει φαρμάκι.
Στα λόγια που πετάμε κατάμουτρα στους άλλους, αναφέρομαι, που σκουπίδια είναι κι αυτά.
Σκέψεις δικές μας, συναισθήματα πολτοποιημένα που σάπισαν στο σώμα και με τον καιρό συνήθισε να τα ξερνάει στο στόμα.
Όπως μέσα έτσι κι έξω, αναφέρουν οι διδασκαλίες των μυστικιστών και των αρχαίων φιλοσόφων.
Έτσι ακριβώς. Όμοιες οι σκέψεις μας με τα πεπραγμένα μας. Από το περίσσευμα των σκέψεων χαρίζονται οι πράξεις.
Όπως άλλωστε παίρνονται και οι θέσεις: κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια και αναλόγως πόσο κοντά ή μακριά από την αλήθεια μας οδηγεί το μυαλό.
Ένα μάτι είναι η κρίση μερικών, που όλα τα βλέπει εκτός από τον εαυτό του. Κι αν τύχει να τον δει, δεν τον αναγνωρίζει, γιατί την ασχήμια του μυαλού του κατάματα να την αντικρίσει δεν θέλει κανείς.
Αρκεί να καταφέρει να την πετάξει στα μούτρα αλλουνού, σαν τις κυρούλες που κάθε μέρα βιαστικές κι αγχωμένες, πετάνε τα σκουπίδια τους στα ξένα κατώφλια της γειτονιάς.
Και σφίγγουν μαζί με τη σακούλα τους τη βρωμερή, όλα τους τα κρυφά τα ανομήματα, τις σφαλιάρες που μετράνε στα σκοτεινά, τις νύχτες που τις ναρκώνουν τα ηρεμιστικά, τα ψέματα που πίστεψαν, τις αλήθειες που δεν άντεξαν.
Με κακία συνήθως μιλούν, γιατί δίχως καλοσύνη συνήθισαν να ζουν. Δέσμιοι αρνητικών ιδεών υιοθετούν αρνητικές στάσεις απέναντι σε όλους.
Ταμπέλες κρεμούν σαν θηλιές στους λαιμούς των ανθρώπων, με την κρυφή ευχαρίστηση πως για λίγο ξεχνάνε τον κόμπο που ανεβαίνει και σφίγγει το δικό τους το λαιμό.
Να νιώσουν θέλουν καλύτερες, από όσους διασύρουν, παρασυρμένες από την αέναη σύγκριση που θρέφει το μειονεκτικό τους Εγώ.
Κρίνουν των άλλων τα ελαττώματα, για να αποφύγουν να σταθούν απέναντι στα δικά τους τα κρίματα.
Η δημιουργικότητα τους περιορίζεται στις μαύρες τρύπες του δικού τους του κενού κι από εκεί ξεχύνεται ύπουλα σαν το μελάνι της σουπιάς.
Για να λερώσουν την εικόνα των άλλων, να ταυτίσουν τους ανθρώπους με λέξεις βρωμερές, λες και μπορούν στα αλήθεια να κλέψουν κάτι από την αξία τους.
Όμως ο τρόπος που ο καθένας εκφράζεται για τον άλλο, φανερώνει πρωτίστως κάτι για τον ίδιο.
Μια σφραγίδα πικρόχολη, αυτό είναι το αποτύπωμα που αφήνουν στη ζωή.
Μαζί με το απύθμενο αίσθημα μειονεξίας που τους διακατέχει, αναζητώντας διέξοδο στην επιθετικότητα που τους διακρίνει. Γιατί η επικρίσεις τους στοχοποιούν τα άτομα και όχι την όποια τους συμπεριφορά.
Επιχειρούν να ταπεινώσουν τους άλλους, φορώντας τη μάσκα της ειλικρίνειας, ψέγοντας, σαρκάζοντας ή περιφρονώντας τους.
Στάσεις στους αιώνες μικροπρεπείς, προερχόμενες παραδοσιακά από συναισθηματικά ανώριμους κι απαίδευτους ανθρώπους.
Κριτήρια που υπακούν στην ανεπαρκή ικανότητα του κάθε αυτόβουλου κριτή, να αξιολογήσει το συνάνθρωπο του ως ξεχωριστή και άξια σεβασμού προσωπικότητα.
Μα πώς να σεβαστείς τους άλλους, αν δεν πιστέψεις έστω για μια στιγμή πως η ζωή σέβεται εσένα;
Κρίσεις υποκειμενικές, προερχόμενες από ανθρώπους απαλλαγμένους από τον κόπο να αναπτύξουν αυτονομία σκέψης και γενναιοδωρία ψυχής. Σκιώδη κομμάτια εαυτού, που ζητάνε στα σκοτάδια να τραφούν από τη σάρκα όσων διαφέρουν ή δεν φθάνουν ή δεν κατανοούν.
Μια στρατηγική επιβίωσης είναι η επίκριση των πάντων, για μερικούς.
Ο τρόπος τους να υπάρξουν σε έναν κόσμο, όπου οι ζωές τους κυλούν αόρατες, δίχως πετάγματα και δίχως λάμψη.
Ζωές που αν γράφονταν θα διαβάζονταν σαν μακρύς αναστεναγμός, πριν καταλήξουν άψυχες και σάπιες σάρκες στα σκουπιδιάρικα της γειτονιάς.
Και κάθε που σε αυτές τις γειτονιές στέκομαι κι ακούω τα σκουπίδια που κραυγάζουν, ένα μονάχα μου έρχεται στο μυαλό και θέλω να σας πω:
Πως πάντα μένει λίγο άρωμα από ρόδα στο χέρι αυτού που πετάει τριαντάφυλλα και λίγη βρώμα από βόθρο στο χέρι εκείνου που πετάει σκατά.