Απ’ τη στιγμή που ερχόμαστε στη ζωή, οι πρώτοι άνθρωποι που μοιραζόμαστε σκέψεις και συναισθήματα ανήκουν στον στενό κύκλο της οικογένειάς μας. Ως παιδιά μας είναι πολύ εύκολο να προβληματιστούμε πλάι στους γονείς μας, να ζητήσουμε συμβουλές και μέσα απ’ όσα έχουν να μας πουν και τον τρόπο που θα μας κατευθύνουν, να πάρουμε κι αυτή την κάλυψη που χρειαζόμαστε για να νιώσουμε δυνατοί. Μεγαλώνοντας, όμως, επέρχεται μια μετάλλαξη χαρακτήρα και συναισθημάτων, κι αυτή η σχέση έρχεται σε κάποια δικαιολογημένη ρήξη.
Πολλές φορές ακούγεται: «Με τους γονείς μου είμαστε φίλοι, τα λέμε όλα». Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Ποτέ δε θα μπορέσει μια μητέρα ή ένας πατέρας να γίνει πραγματικός φίλος με το παιδί του, κι αυτό γιατί έχουν ο καθένας συγκεκριμένες ιδιότητες κι έναν ρόλο που τους δεσμεύει σε αυτή τη σχέση γονέα-παιδιού.
Επιπλέον, όταν μιλάμε για φιλία μεταξύ γονέα και παιδιού, μιλάμε συνήθως για μια φιλία μονόπλευρη, δηλαδή το παιδί αποκαλύπτει τον εσωτερικό του κόσμο πλήρως κι ο γονιός είναι εκεί για να το ακούσει και να το συμβουλέψει. Αυτό δεν είναι φιλία όμως, είναι ένας τρόπος να ελέγξει ο γονέας το παιδί του. Εκείνος, με τη σειρά του, δε θα μπορέσει ποτέ να ανοιχτεί πραγματικά σε αυτή τη «φιλία», να μοιραστεί προβληματισμούς, άγχη κι αδυναμίες. Πέρα απ’ το ότι το παιδί χρειάζεται ένα δυνατό πρότυπο για να αισθάνεται ασφαλές, ο γονέας δε θέλει να χάσει την ιδιότητά του ως μαμά ή μπαμπάς. Αυτοί οι ρόλοι είναι λάθος να μεταλλάσσονται. Γιατί τον ρόλο του φίλου ίσως να μπορέσει (όχι ολοκληρωτικά) να τον καλύψει κάποια στιγμή ο γονιός αλλά τον ρόλο της μητέρας ή του πατέρα δε θα μπορέσει να τον αντικαταστήσει κανείς.
Φυσικά, κάποιες φορές έχουμε την ανάγκη να μιλήσουμε μαζί τους για κάτι που μας στεναχωρεί, κι αυτή είναι μια πολύ τρυφερή στιγμή που όλοι την έχουμε ζήσει. Σαφώς, δεν υπάρχει κάτι λάθος σε αυτό, στο να τους εμπιστευόμαστε και να ανοιγόμαστε. Ακόμα και σε μια δύσκολη στιγμή, όμως, θα κρατήσουμε κάποια πράγματα για τον εαυτό μας. Δε θα ξεδιπλώσουμε ξεκάθαρα το εσωτερικό του μυαλού μας μπροστά τους, γιατί η ιδιότητά μας να ‘μαστε «παιδιά τους» μας κομπλάρει και δημιουργεί μια ασυνείδητη συστολή. Δε θέλουμε να απογοητευτούν ή να σοκαριστούν με κάτι, δε θέλουμε να αλλάξει η σχέση μας, ούτε να μας δουν διαφορετικά, σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν είμαστε.
Υπάρχουν, βέβαια, και γονείς που βρίσκουν επιτυχώς το νήμα της Αριάδνης και καταφέρνουν να εμβαθύνουν τη σχέση με τα παιδιά τους. Δεν προσπαθούν να δημιουργήσουν μια ψευδή φιλία, που μοιάζει περισσότερο με έλεγχο κι ανάκριση, αλλά αντιλαμβάνονται από μόνοι τους τα φαινομενικά όρια που υπάρχουν μεταξύ αυτών και των παιδιών τους, κι απλά προσπαθούν να εμπνέουν την ασφάλεια να τους μιλάνε για όσα τα απασχολούν.
Έτσι, λίγο πριν πατήσουν την κόκκινη γραμμή των ορίων αυτών, σταματούν εκεί, έχοντας δώσει προηγουμένως ό,τι χρειάζεται ένα παιδί για να νιώσει τον γονιό του δίπλα του σε μια δύσκολη στιγμή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να καταλαβαίνει πως επικοινωνεί με τον γονιό του, κι αυτό είναι απαραίτητο, καθώς λαμβάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που του δίνουν οι φίλοι του∙ την αξία της γονικής στήριξης, αυτού που τα μεγάλωσε, που βλέπει ακόμα την παιδικότητα μέσα τους και δε θα σταματήσει να τη βλέπει, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη