

Και να σου πω και κάτι;
Το χαμε ανάγκη.-
Ναι, έχεις τη ζωή σου εδώ στην Αθήνα. Δουλειά, σχέση, φίλους, οικογένεια. Αλλά έρχεται μια στιγμή που απλά θέλεις να βάλεις φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ό,τι σου τρώει την ψυχή, που λέει και το γνωστό υπερκομμάτι. Θες να φύγεις. Βασικά θέλεις λίγο να ξεφύγεις. Το θες! Το έχεις ανάγκη. Το νιώθεις στο κορμί σου. Στο φωνάζει μια φωνή στο μυαλό σου. Όλο σου το είναι έχει ήδη φύγει. Είναι ήδη εκεί. Και ξέρεις κάτι; Θα είναι και εκείνος εκεί. Μακριά από όλους και από όλα. Ή και όχι. Αλλά θα είναι εκεί.
Μια παρέα σε προσκαλεί σε ένα χαλαρό τριήμερο στη Σκύρο. Μεγάλη ευκαιρία. Όλοι είναι εναντίον σου. Να μην πας, που να τρέχεις, τα λεφτά, η σχέση, η δουλειά, οι άλλοι φίλοι, η οικογένεια. Κι όμως, θα πας. Το ξέρεις μέσα σου πως όλα θα τα τακτοποιήσεις και θα τα βάλεις σε μια σειρά για να πας. Το διαβολάκι που κάθεται στον ώμο σου επαναλαμβάνει συνεχόμενα «Θα είναι και εκείνος εκεί.»
Λες το μεγάλο «ναι» στο παρεάκι που δεν είναι και κολλητοί σου. Η βαλίτσα έχει ήδη ετοιμαστεί μέσα στο μυαλό σου. Είναι ώρα να το κάνεις πράξη. Όλα μαύρα. Κάτι από όσα φορέσεις θα του αρέσει, δεν μπορεί. Αν βέβαια βρεθείτε. Μικρό το νησί. Πολλά τα δρώμενα.
Εμείς του παραδοσιακού, ξέρουμε πού θα βρεθούμε. Στον χορό. Όπως έκαναν παλιά. Θα χορέψουμε. Θα πιάσουμε ο ένας το χέρι του άλλου. Θα τραγουδήσουμε γνώριμους στίχους κοιτώντας τα μάτια εκείνου. Θα ιδρώσουμε και πάλι θα αγκαλιαστούμε για το επόμενο τραγούδι που όπως έλεγε και ο τύπος με το βιολί «το επόμενο τραγούδι δε χορεύεται, ελάτε πιο κοντά». Και θα έρθουμε πιο κοντά με τις ψυχές μας, με τις φωνές μας, με τις ματιές μας.
Και τον βλέπεις. Είναι όντως εκεί. Όπως τον θυμάσαι ακριβώς. Με το ίδιο αυτό χαμόγελο. Αυτό το στραβό και στραβωμένο παράλληλα. Δεν ξέρεις αν χαμογελάει σε σένα μα τα μάτια του είναι λες και σταμάτησαν πάνω σου. Το σώμα σου αντιδρά. Θες να τρέξεις και να πέσεις στην αγκαλιά του. Την ξέρεις την αγκαλιά του. Έχεις ξαναβρεθεί εκεί μέσα. Είναι μια μεγάλη αγκαλιά. Τα χέρια του σε κλείνουν μέσα. Θες να τρέξεις. Να τον φιλήσεις. Τα χείλη του. Τα χείλη του πάντα πικρά. Μπορεί από το τσιγάρο. Μπορεί από την «αμαρτία».
Μόλις ξεκινάς να περπατάς προς το μέρος του, βλέπεις ένα ανεπαίσθητο «όχι» στα φρύδια του. Δεν είναι μόνος. Δεν πρέπει να του μιλήσεις. Ένα χέρι πιάνει το δικό σου. Ένα χέρι σταθερό και αρκετά γνώριμο. Είναι κάποιος από την παρέα που σε προσκάλεσε. Στα αυτιά σου ακούς το «έλα να χορέψουμε» και παίρνεις κουράγιο. Χαμογελάς ξανά. Χορός και αλκοόλ είναι η λύση. Δεν μπορεί κάπου θα τον πετύχεις τόσο μόνο ώστε να μπορείς να τον πλησιάσεις. Μοιάζει τόσο δύσκολο. Το θες. Το έχεις ανάγκη. Και θα γίνει. Σίγουρα θα γίνει. Ίσως, να το θέλει κι εκείνος.
Περνάνε δυο μέρες γεμάτες φίλους, χορό και αλκοόλ. Δε φεύγει λεπτό από το μυαλό σου αλλά τουλάχιστον είναι θολός. Δεν είναι δίπλα σου αλλά είναι τόσο κοντά σου που παύει να έχει σημασία αν λείπει. Αναπνέετε τον ίδιο αέρα. Είναι εκεί και θα τον δεις. Θα τον αγγίξεις. Το ξέρεις. Αυτή η παρέα τελικά σε καταλαβαίνει περισσότερο από όσο νόμιζες. Ίσως, είναι φίλοι σου από μία άλλη ζωή. Ίσως, έχουν και εκείνοι τόσα μέσα τους που απλά μπορεί να συντονίζεστε αυτή την εποχή, αυτή τη στιγμή.
Και έρχεται η γιορτή. Και πας στο γλέντι, στην κεντρική πλατεία της Σκύρου. Είναι όλοι εκεί. Φυσικά, είναι και εκείνος εκεί. Τον βλέπεις από πολύ μακριά. Γιατί μπορείς να αναγνωρίσεις το περίγραμμα από το κορμί του. Τη στάση του σώματός του. Τα μαλλιά του. Το κεφάλι του από την πίσω μεριά που σου φαίνεται αστείο. Μα γίνεται ένα κεφάλι να είναι αστείο; Νιώθεις την πλάτη του να τεντώνεται. Σε ένιωσε. Σε κατάλαβε και εκείνος. Δε θα το παραδεχτεί ποτέ ότι ηλεκτρίστηκε το κορμί του όταν ένιωσε την παρουσία σου πίσω του. Γύρισε απότομα. Σε είδε. Τα βλέμματά σας διασταυρώθηκαν για μερικά δευτερόλεπτα. Δεν ήθελε να σε κοιτάξει. Όταν παίρνει αυτό το παιδικό βλέμμα είναι τόσο ευάλωτος που δεν του αρέσει καθόλου. Θέλει να είναι σοβαρός, αγέλαστος και να μοιάζει δυνατός και άκαμπτος. Εσύ ξέρεις όμως κι ας μη στο έχει παραδεχτεί ποτέ.
Περνάς ωραία με την πάρτη σου. Πίνεις και χορεύεις μόνος γιατί όλοι έχουν χαθεί από κοντά σου. Εκείνος, όμως, είναι πάντα μέσα στο οπτικό σου πεδίο. Και το γλέντι κρατάει. «Πιάσε με για να χορέψω, θέλω απόψε να σε κλέψω…» Χορεύεις, λοιπόν, και τον κοιτάς. Δε γίνεται να κοιτάζει αλλού. Σε ψάχνει με το βλέμμα του και εκείνος μέσα στο πλήθος. «Ωχ αμάν και πως μ ‘αρέσει να σε βλέπω μες τη μέση, να χορεύεις να στροφάρεις και εμένα να κορτάρεις…».Το τραγουδάς εσύ το τραγουδάει και εκείνος. Σίγουρα εσένα κοιτάζει. Παρακαλάς από μέσα σου να τελειώσει αυτό το γλέντι και να χαθείτε οι δυο σας στα σοκάκια της Σκύρου. «Μάτια μου εγώ για σένα έχω, έρωτα που άλλο δεν αντέχω…»
Δεν ξέρω αν είναι έρωτας. Δεν ξέρεις αν είναι έρωτας. Κανείς δεν ξέρει τι είναι τελικά ο έρωτας. Και πόσο κρατάει. Μπορεί να είναι έρωτας, εκείνη τη στιγμή, εκείνη τη βραδιά. Μόνο μια ευκαιρία ψάχνεις απλά για να του μιλήσεις. Να τον αγγίξεις. Να μυρίσεις το λαιμό του. Κάνει τόσο κρύο και εσύ δεν κρυώνεις. Τα χέρια σου είναι ζεστά και το σώμα σου καυτό γιατί εκείνος είναι σε κοντινή ακτίνα.
Και ξαφνικά επιτέλους, κάνετε νόημα ο ένας στον άλλον, μέχρι που βρίσκεστε δίπλα δίπλα και μιλάτε. Τι λέτε; Τι λένε άραγε αυτοί που έχουν φιληθεί κάπου, κάπως, κάποτε στα κρυφά; Τι λένε άραγε αυτοί που έχουν νιώσει το γυμνό δέρμα ο ένας του άλλου; Ή θα κοκκίνιζε κάποιος που θα άκουγε ή θα βαριόταν. Έχεις πιει και γελάς ότι και να λέτε. Έχει πιει κι εκείνος και γελά. Δεν είναι τόσο σοβαρός σήμερα. Δεν είναι τόσο ξινός κι απόμακρος. Λες; Λες να είναι η βραδιά σας; Μπορεί.
Το γλέντι τελειώνει και τον χάνεις. Δεν ξέρεις πού πήγε κι εσύ περπατάς άσκοπα με την παρέα σου. Πίνεις και άλλο. Πρέπει να χαθεί το μυαλό σου όπως χάθηκε και εκείνος από μπροστά σου. Τα μάτια σου είναι υγρά. Όχι κλαμένα. Όχι δεν κλαις. Δε θα κλάψεις. Δεν έχεις για κάτι να κλάψεις. Δεν έγινε κάτι. Και η παρέα σου είναι τόσο υποστηρικτική χωρίς να ξέρει για ποιο πράγμα σε υποστηρίζει. Δένεσαι με αυτούς τους ανθρώπους και εκείνος δεν είναι εκεί να τους γνωρίσει.
Και εκεί που περπατάς σε ένα σκοτεινό σημείο, τον βλέπεις ξανά. Με το μπουφάν και ένα ποτό στο χέρι. Αντί να κρατάει το χέρι σου, έχει το άλλο του χέρι μέσα στην τσέπη. Σε κοιτάζει σαν να μη σε βλέπει. Σαν να μη σε ξέρει. Του λες να φύγετε. Αρνείται. Του λες να χαθείτε κάπου οι δυο σας. Η απάντηση είναι και πάλι όχι. «Δε θέλω να μας δουν μαζί. Μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση.»
Σαν χαστούκι στο κρύο σου μάγουλο ήχησε η ατάκα. Δεν είπες τίποτα. Τι να πεις; Πάγωσε το κορμί, πάγωσε και το χαμόγελο στα χείλη σου. Όχι, δεν τον ξέρεις αυτόν τον άνθρωπο. Δε μοιράζεστε το ίδιο πάθος. Είναι ψυχρός. Είναι σοβαρός. Είναι απόμακρος. Δεν είναι αυτός που σε φιλούσε και έλεγε «μου έλειψες». Δεν είναι αυτός.
Την επόμενη μέρα στο καράβι θα καθίσει πολύ μακριά σου. Ανταλλάξατε ένα βλέμμα ίσα για να γνωρίζετε και οι δύο πως είστε απλά συνταξιδιώτες, και τίποτα άλλο.
Και εκεί ξαφνικά, σε σκουντάει ένας από την παρέα και σου λέει «και να σου πω και κάτι;»
Τι; Ρωτάς, λες και δεν ξέρεις την απάντηση. «Το είχαμε ανάγκη.»
Το είχες ανάγκη, όντως. Ίσως και να το έχεις ακόμα. Όμως, ξέρεις ότι δε θα ξαναβρεθείτε. Μέχρι αυτή η ανάγκη να πάψει να υπάρχει.