Καμιά φορά απορούμε με τους ανθρώπους που απέχουν φανερά από τα social media, τούς αποκαλούμε introverts και καθόλου μέσα στα πράγματα. Τους προτρέπουμε να φτιάξουν προφίλ σε δεκαπέντε χιλιάδες δίκτυα, χωρίς σαφή λόγο ή κίνητρο, έτσι απλώς επειδή εμείς είμαστε κολλημένοι. Αυτό που δε σκεφτόμαστε όμως είναι ότι ίσως αυτή η παρτίδα ανθρώπων είναι κι αυτή που «το κρατά ζωντανό». Αντί να αναλώνονται πίσω από μια ανυπόστατη οθόνη, το ζουν πιο ρομαντικά, πιο λουλουδένια, πιο αυθεντικά.
Πες ότι δεν υπήρχαν τα σημερινά τεχνολογικά μέσα. Ούτε κινητά, ούτε πλατφόρμες. Τίποτα. Σκέψου τώρα ένα ζευγάρι σε μια καφετέρια. Ο ένας κάνει μια ερώτηση στον άλλο και κοιτά το ρολόι του, περιμένει τέσσερις ώρες, γιατί τόσες θεωρεί ότι πρέπει να περιμένει για να μην τον κακοχαρακτηρίσει ο άλλος κι ύστερα απαντά. Θα ήταν τουλάχιστον γελοίο, έτσι; Όμως, γιατί δε θεωρείται το ίδιο γελοίο όταν αυτό συμβαίνει γύρω μας συνεχώς, με τη μόνη διαφορά ότι δεν αντικρίζεις τον άλλον κι έτσι είναι ευκολότερο να κρυφτείς; Πώς άλλαξαν έτσι τα πράγματα και για να βγεις ένα ραντεβού πρέπει πρώτα να συνομιλήσεις με το εν δυνάμει ταίρι σου δύο ολόκληρες εβδομάδες και να ιντριγκάρετε ο ένας τον άλλον με κόλπα πριν ιδωθείτε;
Από όταν έγινε το «γράψιμο» επιστήμη, η θεωρία των σχέσεων ανατράπηκε. Με αυτού του τύπου τα παιχνίδια τελικά εντοπίζεις κίνητρα και εμπνέεις το μυστήριο ή το μόνο που καταφέρνεις είναι να οδηγήσεις μέσα από τον ταχύτερο δρόμο την άλλη πλευρά στον τελικό προορισμό, δηλαδή την ξενέρα; Σίγουρα κάποια στιγμή έμεινες στο «διαβάστηκε» ή άφησες εσύ κάποιον. Σίγουρα κάποια στιγμή έτρεξες στο τηλέφωνο για βοήθεια από τον κολλητό ή την κολλητή, ξοδεύοντας μία ώρα να σκεφτείτε την πιο catchy απάντηση σε ένα αναπάντεχο μήνυμα. Σίγουρα επίσης έκανες πίσω σε πρόταση για ραντεβού που από μέσα σου καιγόσουν, μόνο και μόνο για το «φαίνεσθαι», να μη σε θεωρήσει εύκολο στόχο.
Κι εδώ γεννιέται το μεγαλύτερο ερώτημα του αιώνα: γιατί; Αφού ό,τι και να προβάλλεις ότι είσαι, όπως και αν παρουσιάσεις τον εαυτό σου, όσα νάζια και αν κάνεις κι όσα τεχνάσματα κι αν σκεφτεί το μυαλό σου, εν τέλει κάποια στιγμή ξεδιπλώνεται ο πραγματικός σου εαυτός. Οπότε, ίσως θα ήταν καλύτερα να πράττεις και να μιλάς από την αρχή όπως σου βγαίνει, παρά να θες να δείξεις κάτι που δεν είσαι. Γιατί μετά θα έχεις πρόβλημα. Θα αρχίσουν να βγαίνουν προς τα έξω οι ανασφάλειές σου, οι ενδότερές σου σκέψεις, τα πραγματικά σου πιστεύω. Κι εκεί, αν είσαι τυχερός, το ταίρι σου θα μείνει, γιατί ως τότε θα έχουν αναπτυχθεί συναισθήματα. Μα μια απογοήτευση θα τη φάει και με το παραπάνω.
Ό,τι ζητάμε, αυτό πρέπει να δίνουμε. Αν θες να ξέρεις με τι έχεις να κάνεις, πρέπει κι εσύ να δείχνεις τις αυθεντικές σου προθέσεις. Γιατί μια συζήτηση μίας ώρας να απλωθεί σε τρεις μέρες και να χάσει το νόημα και το vibe της; Γιατί η διάθεση που υπάρχει στην ατμόσφαιρα να χαλάσει από τη φοβία σου ότι θα σχηματίσει λανθασμένη άποψη για εσένα; Και τέλος, γιατί να χαλάς την ενέργειά σου να σκεφτείς το σούπερ ουάου μήνυμα, ενώ -και νομίζω εδώ συμφωνούμε οι περισσότεροι- οι ενστικτώδεις καταστάσεις είναι εκείνες που πάντα κερδίζουν τις καρδιές μας;
Ναι, το μυστήριο είναι πάντα ωραίο. Λένε, μην είσαι ανοιχτό βιβλίο, να αποκαλύπτεις λίγο λίγο το περιεχόμενο των σελίδων σου. Σύμφωνοι, αρκεί να αποκαλύπτεις το περιεχόμενο του ίδιου βιβλίου, των ίδιων σελίδων, από τον ίδιο πάντα συγγραφέα: εσένα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου