Δωμάτιο γεμάτο καπνό. Ο ένας με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, ο άλλος με τσιγάρο. Πώς βρεθήκαμε εδώ; Αμίλητοι, αγέλαστοι, κανονικά αγάλματα. Θα έλεγε κανείς ότι δε γνωριζόμαστε. Παρ’ όλο που είμαστε ανοιχτά βιβλία ο ένας για τον άλλον. Ίσως η υπερβολική επαφή, η υπερβολική οικειότητα, αυτή ήταν που μας οδήγησε σε αυτό το σημείο. Αυτό του χωρισμού.
Αγάπη υπάρχει. Η αγάπη δε φεύγει έτσι. Επιμένει. Μπερδεύει. Νοσταλγεί. Φοβάται. Ο έρωτας όμως; Ο έρωτας είναι κάτι που είναι ικανό να σκοτώσει. Όχι την αγάπη, τη σχέση. Όταν αποφασίσει ότι ήρθε το τέλος του, δεν υπάρχει ανθρώπινη δύναμη για να τη σώσει. Υπερβαίνει τα όρια ο έρωτας και στα πάνω του και στα κάτω του. Τι κάνουν οι άνθρωποι για τον έρωτα! Ένας θεός ξέρει πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν. Μόλις αρχίσει να ανθίζει, τον νιώθεις σε όλο σου το σώμα, σε διαπερνά σαν γλυκό αεράκι, σε οδηγεί κι εσύ τρέχεις. Γεμίζεις ενέργεια, φωτιά, χαρά, θες να βγεις να χορέψεις στη βροχή και στη λιακάδα, τα γύρω γύρω δεν έχουν σημασία. Ο έρωτας μπλοκάρει. Σε μπλοκάρει.
Και φαίνεται ωραίο στην αρχή. Λες, είμαι ευτυχισμένος. Είμαι ερωτευμένος. Και δίνεις, δίνεις, δίνεις και δε σε νοιάζει αν θα πάρεις πίσω. Απλώς δίνεις και δίνεσαι. Όλο και πιο πολύ. Είναι κι αχάριστος, πολύ αχάριστος. Εκεί που δίνεις, σου λέει «στοπ!». Ξεκινούν τότε οι υποχωρήσεις, οι υποσχέσεις, οι συμβιβασμοί. Αισθάνεσαι καλά, γιατί είσαι ερωτευμένος και ο έρωτας σε ωθεί στο να νιώσεις υποχρεωμένος να συμβιβαστείς για να συνεχίσει η ύπαρξή του. Ο έρωτας είναι εγωιστής. Η πειθώς του είναι κάτι το ανυπέρβλητο. Θα κάνει τα πάντα για να μείνει. Κι εσύ ακολουθείς σαν σκυλί.
Έλα όμως που φτάνει η στιγμή που σπάει, γιατί όπως όλα στη ζωή, έχει ημερομηνία λήξης- δεν αναγράφεται όμως πουθενά. Σου σκάει ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις κι αρχίζει η κατηφόρα. Μια κατηφόρα γεμάτη αδυναμίες, κρίσεις, πανικούς, τσακωμούς, νεύρα, ειρωνείες. Λες κι άνοιξες το κουτί της Πανδώρας. Όλα τα κακά έρχονται καταπάνω σου με φόρα καθώς εσύ κατεβαίνεις. Και προσπαθείς να ξεφύγεις, προσπαθείς να τρέξεις προς τα πίσω, να ανέβεις. Όμως αυτά σε προλαβαίνουν, σε καταβάλλουν. Εκεί είναι που κάθεσαι και σκέφτεσαι, άξιζε; Και τώρα τι; Ο έρωτας με παράτησε και τα παρατώ όλα κι εγώ ή είμαι πιο δυνατός από τον έρωτα και παλεύω για την αγάπη που έχει μείνει;
Η αγάπη δε μιλά. Δεν απαντά. Κάθεται εκεί, ήσυχη. Της έχει δώσει ζωή η ίδια η σχέση και την ανατρέφει. Την ταΐζει, τη φουσκώνει ώσπου να γίνει μεγαλειώδης. Κι εκείνη χαίρεται κι ευγνωμονεί. Τίποτα άλλο. Εσύ νιώθεις αναγκασμένος να τη σώσεις γιατί η αγάπη είναι καλή, ήσυχη, δε
δημιουργεί μπελάδες όπως ο μπάσταρδος ο έρωτας. Προσπαθείς να γίνεις ο ήρωας της αγάπης, βάζοντας στη θέση του ό,τι με πάθος κατέστρεψε. Και προσπαθείς, δεν κοιμάσαι, προσπαθείς, αλλά μάταια. Άπαξ κι ο έρωτας την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, εσύ υστερείς. Δεν είναι στις δυνάμεις σου, πρέπει να εγκαταλείψεις την αγάπη, γιατί δυστυχώς πρέπει να ακολουθήσει τον έρωτα στην επόμενη διαδρομή του.
Θα ξανασυναντηθείτε, μη στεναχωριέσαι. Μάλλον. Θα έρθει ξανά το δίπολο να σε ανεβάσει και να σε κατεβάσει. Γιατί έτσι είναι κι η ζωή. Όλα πάνε σύμφωνα με αντικρουόμενα ζευγάρια. Χαρά και λύπη. Ηρεμία και θυμός. Γέλιο και δάκρυα. Επιτυχία κι αποτυχία. Όλοι παίρνουν δόση απ’ όλα. Δεν είσαι η εξαίρεση. Ο έρωτας θα φέρει την αγάπη κι ύστερα θα την κλέψει. Αν είσαι τυχερός, κάποια στιγμή θα κουραστεί να παίζει το βρώμικο παιχνίδι του και θα κατασταλάξει. Θα βρει λιμάνι ν’ αράξει. Σιγά σιγά θα πεθαίνει, αλλά δε θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Θα την κρατήσει. Θα επιμείνει. Τότε θα δεις πόσο επίμονος είναι και θα νιώσεις ευγνώμων. Και θα αξίζει, στ’ αλήθεια κάθε σπιθαμή της αίσθησης αυτής.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου