Ίσως ήσουν μικρή, ίσως όχι και τόσο. Ίσως το κρεβάτι σου φιλοξενούσε κάθε βράδυ τον ίδιο άντρα, ίσως και διαφορετικό. Ίσως πρόσεχες σαν ο διάβολος το λιβάνι, ίσως και να τ’ άφησες μ’ αφέλεια στα χέρια της τύχης. Όλα αυτά έμοιαζαν πραγματικά ασήμαντα τη στιγμή που έλαβες την είδηση της εγκυμοσύνης.
Μιας εγκυμοσύνης που δε συνοδεύτηκε από χαράς ευαγγέλια, δεν έφερε τρυφερές αγκαλιές με τον –προσεχώς- πατέρα, ούτε και διθυραμβική υπερηφάνεια απ’ τους μελλοντικούς παππούδες. Μιας εγκυμοσύνης που μαζί της φούσκωνε ο πανικός, η απελπισία κι ο φόβος.
Εσύ, που κατάφερες να βρεις το κουράγιο να τερματίσεις μια κατάσταση βουτηγμένη σε λάθος συνθήκες, είσαι ηρωίδα. Κι ας πέσουν να με φάνε η προκατάληψη και τα βουλωμένα μυαλά, δε χαμπαριάζω.
Είσαι ηρωίδα, γιατί κατάλαβες πως το -κατά τ’ άλλα- θαύμα της ζωής, μόνο θαύμα δεν μπορεί να ‘ναι, όταν η ζωή σου θυμίζει πεδίο βολής με συνεχόμενες σεισμικές δονήσεις, που μόνο τραυματίες αφήνουν. Είσαι ηρωίδα, γιατί παραγκώνισες το δικό σου πόνο και σκέφτηκες τη δυστυχία που θα στοίχειωνε τη νέα αυτή ζωή με το που θα ‘βγαινε απ’ τα σπλάχνα σου. Εσύ, λοιπόν, έχεις τις βασικές προϋποθέσεις για να γίνεις η καλύτερη μάνα.
Μια μάνα που θα επιλέγει πάντα με κλειστά μάτια να κινδυνεύσει και να υποφέρει εκείνη, παρά το παιδί της. Μάνα στοργική κι υπεύθυνη, που θ’ αναθρέψει όσο καλύτερα μπορεί το παιδί της, μαθαίνοντάς του να θυσιάζεται κι αυτό με τη σειρά του για τα δικά του παιδιά.
Ποιος ανεπαίσχυντος μπορεί, άραγε, να σε κρίνει; Ποιος μπορεί να νιώσει τον πόνο του σωματικού και ψυχικού ξεριζωμού που εσύ ένιωσες; Ποιος βλακέντιος φανφάρας αναλογίστηκε τις συνέπειες που του ‘δειχναν το δρόμο με τ’ αγκάθια; Κανείς. Μόνο εσύ.
Μόνο εσύ, που ενώ σκεφτόσουν αν θα το τύλιγαν ροζ ή γαλάζιες κουβερτούλες, κατάλαβες πως καμιά τους δε θα το ζέσταινε όπως η θαλπωρή μιας αγαπημένης φαμίλιας. Εσύ, που ενώ σκεφτόσουν αν θα ‘χει τα μάτια σου ή τα δικά του, έβλεπες την ίδια ώρα αυτά τα μάτια να στάζουν θλίψη, για όλα εκείνα που δε θα μπορούσες να τους προσφέρεις. Υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα απ’ αυτό;
Εσύ, που ένιωσες να κομματιάζουν την καρδιά σου, μόνη, κάτω απ’ τα ψυχρά φώτα του χειρουργείου, που σε τύφλωναν, όχι όμως όσο θα ‘πρεπε για να μη βλέπεις όσα δεν άντεχες. Εσύ, που χτύπησες με ζηλευτή γενναιότητα τη γροθιά σου στο μαχαίρι, για να ματώσεις τη δική σου ζωή κι όχι μιαν άλλη.
Εσύ, που όταν έφυγες απ’ την κλινική, πιο άδεια από ποτέ και τότε μόνο συνειδητοποίησες πόσο απάνθρωπα μόνη είσαι σ’ όλο αυτό. Ποιος νους μπορεί να συλλάβει έστω κι ένα δράμι απ’ όσα πέρασες; Ποια χέρια να σε βοηθήσουν να κουβαλήσεις το σταυρό; Από πού ν’ αντλήσεις δύναμη να χαμογελάσεις και πάλι στη ζωή;
Θα τη βρεις εσύ τη δύναμη, σου ‘χω εμπιστοσύνη. Όπως τη βρήκες για να κλείσεις με δύναμη την πόρτα στα χειρότερα, πιάνοντας μαζί και τα δάχτυλά σου, έτσι θα την ξαναβρείς για να την ανοίξεις και στα καλά. Απείρως συνειδητοποιημένη, ελαφρώς πιο κλεισμένη στον εαυτό σου και μ’ αρκετή πικρία για όσα πέρασες ολομόναχη, ακόμη κι αν είχες τη στοιχειώδη συμπαράσταση.
Κι αν πέρα απ’ τον αποχωρισμό, σου βαραίνουν τη συνείδηση τύψεις κι αμφιβολίες περί σωστού και λάθους, ήρθε η ώρα να ξεσκαρτάρεις και ν’ ανασάνεις. Το σωστό έκανες. Ο ερχομός ενός παιδιού οφείλει να συνοδεύεται από γέλια και δάκρυα ευγνωμοσύνης, από δώρα κι όνειρα, απ’ αγάπη κι ενδιαφέρον. Την ωραιότερη στιγμή της ζωής σου επέλεξες να μην την αμαυρώσεις, παρά να τη φυλάξεις ιερή, όπως της πρέπει. Είναι ευλογία που δεν άφησες τ’ άδικο να χρεωθεί σαν τόκος στο τεφτέρι μιας ζωής που δεν άρχισε καν ακόμη.
Χίμηξε στους ανεγκέφαλους ψευτο-ηθικολόγους και σ’ όποιους φαιδρούς ρασοφόρους και φτύσε στα μούτρα τους τη δική σου, αληθινή αγάπη, που δε βόλταρε σε μαιευτήρια, αλλά δοκιμάστηκε σε ψυχρές αίθουσες χειρουργείων. Τα δικαιώματα μιας αγέννητης ζωής δε θα μπουν ποτέ πάνω απ’ αυτά μιας ήδη γεννημένης κι εσύ τον πάτησες αυτόν το φασισμό.
Λίγο με νοιάζει αν παρεξηγηθώ. Ξέρω πως εσύ με κατάλαβες. Αλίμονο αν πιστέψει κανείς πως προσπαθώ να ωραιοποιήσω και ν’ αποδώσω τίτλους τιμής στη διακοπή μιας εγκυμοσύνης. Εσύ ξέρεις καλύτερα απ’ τον κάθε άσχετο παράφρονα περί τίνος φρικτής κι οδυνηρής διαδικασίας πρόκειται.
Όταν, τελικά, γεννήσεις ένα παιδί, ξέρεις πως θα υπάρχει μπόλικη αγάπη για να το σκεπάσεις. Μη δεχτείς ποτέ να το βυζάξεις νοσηρότητα και προβλήματα, γιατί τότε θα ‘σαι υπόλογος σ’ εκείνο κι όχι στα ταμπού μιας υποκρίτριας κοινωνίας. Οι υπόλοιπες που ακούτε κι είχατε την τύχη να μην αντιμετωπίσετε κάτι τέτοιο μέχρι τώρα, τσαμπουκαλευτείτε μέχρι αηδίας για ό,τι αφορά το σώμα σας και κάντε κουρέλι όποιον τολμήσει να ισχυριστεί πως θα προσέχει εκείνος για σας. Προφυλαχτείτε, παρακαλώ.
Στη Β. και σ’ όσες δίδαξαν πραγματική δύναμη.