Ζεν πρεμιέ. Λέξη γαλλική που την πήραμε, τη ντύσαμε με παλικαριά, την παρφουμάραμε με μεράκι και την παραδώσαμε στους ενσαρκωτές της, τους ηθοποιούς-γόηδες του παλιού, ελληνικού κινηματογράφου.
Αλεξανδράκης, Γεωργίτσης, Μπάρκουλης και Φούντας είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα των ωραίων του ελληνικού σινεμά. Άντρες με υποκριτικό ταλέντο σ’ αφθονία και με σωρεία γυναικείων κορμιών στο πέρασμά τους.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα κι αν η ομορφιά είχε γενέθλια, θα τα γιόρταζε σίγουρα μαζί του. Επηρεασμένος από μια παράσταση του Καρόλου Κουν με την Έλλη Λαμπέτη, δίνει εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο και το ζευγάρωμα ταλέντου-γοητείας γεννούν την πρωτιά του. Πρωταγωνίστησε συνολικά σε περισσότερες από 75 κινηματογραφικές ταινίες αλλά και σε σπουδαίους θεατρικούς ρόλους. Λαμπερές οι συμπρωταγωνίστριες στο πανί, ακόμη πιο λαμπερές εκείνες στην προσωπική ζωή του.
Η γοητεία του Αλεξανδράκη προκαλούσε το απόλυτο πατατράκ στον τότε γυναικείο πληθυσμό, σε βαθμό τέτοιο που θα πιστεύαμε πως είναι η αιτία της γένεσης του όρου «γκρούπις». Οι αφηνιασμένες, λοιπόν, γκρούπις του 20ου αιώνα λυσσούσαν να τον δουν, να τον αγγίξουν, να μπουκάρουν στο καμαρίνι του κι άλλα παρόμοια κι αξιοπρεπή. Μη βιαστείτε, όμως, να τις ρίξετε στην πυρά.
Με μια ομορφιά που θα ‘πρεπε να ποινικοποιείται, ποιος μπορεί να τις κατηγορήσει που έλιωναν, σαν παγωτό τον Αύγουστο; Ο Αλεξανδράκης κουβαλούσε έναν αέρα κοσμοπολίτικο, γεμάτο εμπειρία και μέγιστη αυτοπεποίθηση. Τα επιεικώς καθηλωτικά μάτια του κοιτούσαν μ’ ευγένεια κι αρχοντιά, αφοπλίζοντας χωρίς προσπάθεια και το μεγαλύτερο επικριτή του. Η επιτομή του εραστή.
Τέσσερις γάμοι για τον Έλληνα ζεν πρεμιέ και λίγοι ήταν, θα σημειώσω, καθώς μια τέτοια ομορφιά είναι αναπόφευκτος και μοιραίος πειρασμός. Τέσσερις καλλονές που τον αγάπησαν και τις αγάπησε επίσημα, για να καταλήξει στη γυναίκα-σταθμό της ζωής του, με την οποία έμεινε για 22 ολόκληρα χρόνια και δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Τα ονειρικά μάτια του Αλεξανδράκη μπορούν να κοντραριστούν μ’ ένα και μόνο ζευγάρι καταγάλανων ματιών του ελληνικού κινηματογράφου. Μιλάμε, προφανώς, για το Φαίδωνα Γεωργίτση, που με βάση το χρώμα των ματιών του, θα μπορούσε να εφευρεθεί μια καινούρια απόχρωση του μπλε, το γαλάζιο του Γεωργίτση.
Ο Φαίδων Γεωργίτσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939 , με παρθενική εμφάνιση στον κινηματογράφο μόλις το 1960, στην ταινία κολοσσό «Ποτέ την Κυριακή». Αφορμή για τη μύησή του στο χώρο της τέχνης στάθηκε η επιθυμία του για την αναβολή της ένταξής του στο στρατό. Αργότερα, έγινε δημοφιλής μέσα από τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, όπου το ανοιχτό του πουκάμισο και τα μενταγιόν στο στέρνο του έγιναν σήμα κατατεθέν.
Οι κινηματογραφικές επιτυχίες διαδέχτηκαν η μία την άλλη και γι’ ακόμη μια φορά οι γυναίκες παραληρούν. Τον φωνάζουν «Έλληνα Τζέιμς Ντιν», τον φλερτάρουν ευθαρσώς στο δρόμο, ζητάνε να του μιλήσουν κι οι πιο πεταχτές της εποχής να τον αγγίξουν. Ο ίδιος, όμως, παρά την αναγνωρισιμότητά του παραμένει συνεσταλμένος και δεν υποκύπτει σε παρεκκλίσεις με τις θαυμάστριες.
Ήταν, μάλλον, αυτός ο συνδυασμός της παιδικότητας και της υπόσχεσης στο βλέμμα που έκανε τα θηλυκά να πασχίζουν «μέχρι και μουστάκι να τον βάλουν να ξυρίσει». Στην περίπτωση του Φαίδωνα Γεωργίτση, το γυναικείο κοινό δεν ερωτεύτηκε το σκληρό αρσενικό, αλλά μια εφηβική γοητεία και γλυκύτητα.
Το γούστο του γυναικείου κοινού τρελαίνεται κι αποπροσανατολίζεται, όπως η πυξίδα απ’ το μαγνήτη. Τη μια ζητάνε ένα όμορφο αγόρι, την άλλη έναν καλοβαλμένο bon viveur, όπως εμφανιζόταν τότε ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Ένας εξαιρετικός ηθοποιός και συνάμα ένας υπέρκομψος, πανέμορφος άντρας.
Γεννημένος στον Πειραιά το 1936, σπούδασε υποκριτική κι οι κριτικές που συνόδευσαν την αποφοίτησή του ήταν διθυραμβικές. Μέτρησε περίπου 109 κινηματογραφικές ταινίες, από το 1957 έως το 2001. Κατάφερνε να ενσαρκώνει ρόλους κωμικούς, χωρίς να χάνει ούτε πόντο απ’ την αίγλη του ζεν πρεμιέ. Στιλάτος απ’ την κορυφή ως τα νύχια, με την αγέρωχη κορμοστασιά του, η ελληνική έκδοση του Σον Κόνερι έκαιγε τις καρδιές σαν τσιγαρόχαρτα.
Υπέρμετρη χαρακτηριζόταν η λατρεία του αντίθετου φύλου προς το πρόσωπό του. Αποκορύφωμά της, το σλόγκαν «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης!» που τόσο χαριτωμένα πέρασε από γενιά σε γενιά ερωτοχτυπημένων κορασίδων. Οι δε φωτογραφίες του ένας θεός ξέρει κάτω από πόσα μαξιλάρια μπορεί να’ χαν φωλιάσει.
Για το τέλος αφήσαμε τα σκληρά. Τον ενσαρκωτή της μπέσας και της λεβεντιάς, το δωρικό αρσενικό παλιάς κοπής, το βαρύ κι ασήκωτο χαρτί Γιώργο Φούντα.
Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε το 1924 στη Φωκίδα. Μικρός δούλευε στο γαλατάδικο του πατέρα του κι αργότερα ως ντελιβεράς της εποχής με ποδήλατο. Η δουλειά δεν τον φόβισε ποτέ, ήταν σίγουρα από ‘κείνους που δε μασάνε. Ευτυχώς, για κείνον και για μας, γρήγορα οδηγήθηκε στο σανίδι, για να καταλήξει σε λίγα χρόνια ίνδαλμα του ελληνικού κινηματογράφου.
Η θέα του Φούντα προκαλούσε στις γυναίκες πολλαπλά ρίγη και φρενίτιδα. Ήταν αυτός που έκανε τις μανάδες μας ν’ αναφωνούν «Αυτός είναι άντρας!» και τους μπαμπάδες μας να μη μπορούν παρά να συμφωνήσουν. Ήταν, επίσης, αυτός που θα έκανε σήμερα το Ράιαν Γκόσλινγκ να τρέξει κλαίγοντας στη μαμά του.
Μάγκας και λεβέντης στην καρδιά και στο παράστημα, λαϊκός κι αυθεντικός άντρας, με μια εκφραστικότητα που δε χρειαζόταν την παραμικρή προσπάθεια για να εκδηλωθεί. Σκορπούσε με το βλέμμα του και μόνο μια έκδηλη αρρενωπότητα, όσο για το βαθύ, πηγαίο, γάργαρο γέλιο του εκεί ήταν που τρέλαινε κόσμο. Ήταν αρσενικό γνήσιο κι ατόφιο, που αποτέλεσε πρότυπο θαυμασμού για τους άντρες κι αντικείμενο πόθου για τις γυναίκες της τότε εποχής.
Τον ανέδειξαν βαρύγδουποι ρόλοι, χάρη στους οποίους μέτρησε 5 υποψηφιότητες για Όσκαρ και βραβεύτηκε με 2 Χρυσές Σφαίρες. Η μνήμη μας έχει χαραχτεί ανεξίτηλα απ’ την ερμηνεία του στην ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, με τη Μελίνα να λιώνει στα χέρια του από έρωτα, για να καταλήξει να πεθάνει μέσα σ’ αυτά. Μια λιγότερο γνωστή πληροφορία ήταν η πρόταση που δέχτηκε για το ρόλο του Τζέιμς Μποντ, την οποία κι απέρριψε, ώστε να μείνει δίπλα στη γυναίκα της ζωής του.
Το γοητευτικότερο στοιχείο του τυφώνα Γιώργου Φούντα είναι η απόλυτη πίστη κι αφοσίωση που έδειξε στη γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε. Οι υπερφίαλες κατακτήσεις τον άφηναν μάλλον αδιάφορο, δείχνοντας γι’ ακόμη μια φορά τη σεμνότητα και τη βαρύτητα της αντρικής του υπόστασης.
Υπερταλαντούχοι ηθοποιοί, πανέμορφοι άντρες. Συνδυασμός που καταρρίπτει όποια άμυνα και προκατάληψη. Άντρες με ισχυρή προσωπικότητα που δε θα πάψουν ν’ αφήνουν το στίγμα τους σε πολλές ακόμα γενιές. Τα γούστα πάντα θα ποικίλουν κι ευτυχώς μαζί τους πάνε κι οι επιλογές.