Θα τους αγκαλιάσεις κι η μυρωδιά του μαλακτικού στην απαστράπτουσα και κολλαριστή μπλούζα τους, θα σου κάψει τα ρουθούνια. Το ψυγείο τους ξερνάει εκατομμύρια ταπεράκια που κρύβουν μέσα τους όλη τη σοφία και τη γνώση της ελληνίδας μάνας. Το να έχουν, βέβαια, δικό τους ψυγείο, θεωρείται ουτοπία. Συνήθως το γάλα και τα δημητριακά τους, τα μοιράζονται εξ’ αδιαιρέτου με τους γονείς τους. Οι αγαπημένοι ( το πι με μι) αιώνιοι έφηβοι.
Οι ψυχοθεραπευτές έχουν, ορθώς, αποδώσει σ’ αυτή την κατηγορία ατόμων, τον περιγραφικότατο όρο «σύνδρομο του Πίτερ Παν». Ενήλικες προ ετών στις ταυτότητες, που αντιμετωπίζουν, όμως, τη ζωή σαν πενταήμερη κι αρνούνται με πείσμα μουλαριού να μεγαλώσουν και να αυτονομηθούν. Αλλεργικοί σε οποιαδήποτε δέσμευση κι ευθύνη, επιλέγουν να κρύβονται στην αγκαλιά της δόλιας μάνας, η οποία έχει χρέος να νταντεύει τα τριανταπεντάχρονα παιδοβούβαλα εσαεί. Μεγάλο, άλλωστε, το βόλεμα του φρεσκοσιδερωμένου πουκαμίσου και του λαχταριστού, αχνιστού παστίτσιου.
Άτομα συναισθηματικά ανώριμα, με ζωή αναρριχητική σαν του κισσού. Κύριο στήριγμά τους, προφανώς, οι γονείς τους. Ένα πατρικό σπίτι, με πόρτα ορθάνοιχτη σαν το στόμα της Χάρυβδης, καταπίνει όλη την αναπηρία τους να επιβιώσουν μόνοι. Και φυσικά, το άλλοθι που αποζητούσαν τα θλιβερά τζόβενα, για να επιστρέψουν στην πατρική καβάτζα τους, δόθηκε ως μάννα εξ’ ουρανού. Οικονομική κρίση. Οι μισθοί κουρεύτηκαν χειρότερα κι από ψαλίδα ντεκαπαρισμένου μαλλιού και το πλέον φυσιολογικό ήταν να επιστρέψουν τα «παιδιά» στο σπίτι. Στο πατρικό τους σπίτι. Με το μπαμπά και τη μαμά. Στο παιδικό δωμάτιο. Αν ήδη φρίκαρες, κάνε το σταυρό σου, είσαι ένας πνευματικά υγιής άνθρωπος.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ εκείνων που πελάγωσαν οικονομικά κι επέστρεψαν για λίγο στην οικογενειακή τους εστία για ανασυγκρότηση κι εκείνων που χρησιμοποίησαν το γενικό οικονομικό στραπάτσο, ως αφορμή για αέναο ντάντεμα, βγάζει μάτι. Εδώ, λοιπόν, προς αποφυγή αβέλτερων παρεξηγήσεων, λόγος γίνεται για τα τριανταφεύγα τζόβενα (λατρεμένος όρος του οποίου ο εφευρέτης χρήζει νόμπελ) που δε λένε να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους.
Φυσικά, πίσω από τους εξαρτημένους «δήθεν» εργένηδες και των δύο φύλων, με τη ζυγαριά να κλίνει ελαφρώς προς τ’ αγαπημένα κατά τ’ άλλα αρσενικά, υπάρχει το σιγόντο της ένδοξης ελληνικής υπερπροστατευτικής οικογένειας, η οποία εγκληματεί εν αγνοία της. Σε καμία, όμως, των περιπτώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το αποκλειστικό εξιλαστήριο θύμα για τα μουδιασμένα, παρασιτικά, αιώνια παιδιά.
Ό,τι, όμως, φαντάζει χαριτωμένο κι αποδεκτό στην ηλικία των είκοσι, γίνεται πάντα θλιβερό μετά τα πρώτα –άντα, αξίωμα θεμελιώδες κι αυταπόδεικτο. Τι πιο κωμικοτραγικό από έναν μαντράχαλο που ρωτάει «Μαμά, τι φαί έχουμε;» ή μια γαϊδούρα της οποίας τα σχοινοειδή εσώρουχα αναμειγνύονται με την οικογενειακή μπουγάδα; Ναι μεν χαριτολογούμε, η κατάσταση, όμως ,στη χώρα μας όπως και σε άλλες μεσογειακές χώρες με παρεμφερή κουλτούρα, μόνο ευφορία κι αστεϊσμούς δεν επιφέρει.
Άνθρωποι που ηλικιακά και βάσει της εξελικτικής πορείας της ζωής θα μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά, είναι οι ίδιοι παιδιά. Και δυστυχώς, η διαπίστωση αυτή δεν αντανακλά καμία αειθαλή νιότη, παρά μόνο μια φρικαλέα αναπηρία εξέλιξης.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα σιχτιρίζετε πάνω από στοίβες λογαριασμών κι άπλυτα που θα μπορούσαν να ‘χουν ξεπηδήσει από σάκο φαντάρου, σκεφτείτε ότι υπάρχουν και χειρότερα. Πώς θα σας φαινόταν ν’ ακούτε κάθε μεσημέρι το εφιαλτικό «Άντε, έλα και θα κρυώσει το φαί!»;
Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη