Πριν χιμήξετε οι κοριτσάρες να με φάτε ζωντανή, που τολμάω να συγκρίνω την «ιέρεια» με τη «δουλάρα», πάρτε ανάσα, ψεκαστείτε με evian και ακούστε με. Πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια, όλες μαγευτήκαμε από τον ομώνυμο ρόλο της Σαμ. Γυναίκα λαμπερή, δυναμική, ανεξάρτητη, που όριζε η ίδια τη σεξουαλικότητα της και το κυριότερο, δεν αποτελούσε υποχείριο κανενός, μα κανενός άντρα.
Από την άλλη, η κυρία Κοκοβίκου της αγαπημένης ελληνικής ταινίας, σκλάβα του Αντωνάκη της, πάλευε ολημερίς με σουτζουκάκια, κουμπιά που έκαναν bungee jumping απ’ τα πουκάμισα κι έναν θερμοσίφωνα με ψυχολογικά προβλήματα. Η αγάπη για τον άντρα της ήταν ο λόγος ύπαρξής της.
Τι μ’ έπιασε και συγκρίνω τα Manolo με τα τσόκαρα; Θα σας πω. Προσπαθώντας οι γυναίκες ν’ αποτινάξουμε από πάνω μας την Ελενίτσα και να φορέσουμε τη Σαμάνθα, κάναμε κατάχρηση του ρόλου. Γυναίκες όχι απλά δυναμικές, αλλά που θα μπορούσαν να ηγηθούν εκστρατείας, καλύτερα κι από τον Τζένγκις Χαν. Γυναίκες που θεωρούν το τηγάνισμα μιας πατάτας σκλαβιά και που αν ταλαντωθεί λίγο το νευρικό τους σύστημα, σε αφήνουν άναυδο με το ταλέντο που έχουν στο μπινελίκι.
Μπορούν άραγε οι σύγχρονες και δυναμικές αμαζόνες ν’ αγαπήσουν πραγματικά και να φροντίσουν έναν άντρα;
Η σχολή Σαμ Τζόουνς μας χάρισε χιλιάδες διπλωματούχες απόφοιτες καρικατούρες, που λιθοβολούν κομπλεξικά τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο. Το θηλυκό γένος κουβαλάει σαν προπατορικό αμάρτημα τον όρο «ασθενές» και στην προσπάθειά του να τον αποτινάξει, ξεφεύγει. Η ισότητα των δικαιωμάτων μεταλλάχτηκε σε τερατογενή εξίσωση των ρόλων. «Σιγά μην του μαγειρέψω κιόλας. Ας σηκώσει το κουλό του να παραγγείλει ή αλλιώς στη μανούλα του για μουσακά». Αν δε γουστάρεις να φτιάξεις μουσακά, μαζί σου. Στην τελική δε θα τρώγεται κιόλας. Το θέμα μας δεν είναι η μπεσαμέλ, αλλά η φροντίδα. Μπορείς, με κάποιον τρόπο, να τον φροντίσεις; Φοβάμαι πως όχι.
Ας το παραδεχτούμε. Δεν είμαστε και τόσο γυναίκες πλέον, απ’ τη στιγμή που ξεριζώσαμε από μέσα μας το κομμάτι της φροντίδας. Η γιαγιά σου, με το άβαφο νύχι και την ποδιά, ήταν πιο γυναίκα από σένα με το σένιο ημιμόνιμο. Ήταν γυναίκα στο είναι της. Ήθελε και φρόντιζε ο άντρας της να είναι χορτάτος απ’ όλες τις απόψεις κι έπειτα απολάμβανε τους καρπούς των κόπων της. Νομίζεις ότι θα χάσεις τα κεκτημένα των φεμινιστικών αγώνων αν του σιδερώσεις ένα πουκάμισο του δόλιου; Ή μήπως θα πέσει πάνω σου η κατάρα των καμμένων στηθόδεσμων αν μια μέρα που θα σέρνεται απ’ την κούραση του φέρεις τις παντόφλες του; Δε θα σου πέσει ο κώλος χρυσό μου, κι αν σου πέσει δοκίμασε κανά βαθύ κάθισμα.
Ναι, οι παλιές δεν ήξεραν πώς να επιβιώσουν στην πιάτσα, δεν ήταν πάντα στην τρίχα κι αποτριχωμένες με laser και δε λύσσαγαν σαν τις μαινάδες για καριέρα. Ήξεραν όμως, ν’ αγαπάνε βαθιά τον άντρα τους. Κάποιες φορές έκαναν πίσω, για να φανεί αυτός. Κλοτσούσαν τον εγωισμό τους κι απαντούσαν μ’ ένα χάδι. Βάδιζαν παράλληλα μ’ εκείνον κι όχι μετωπικά. Ήταν το μεγαλύτερο στήριγμά του κι όχι ο αντίπαλος. Οι old school γυναίκες επέλεγαν, ενίοτε, το ρόλο του σκηνοθέτη και άφηναν για τον άντρα τους αυτόν του πρωταγωνιστή. Το χειροκρότημα στο τέλος όμως, το απολάμβαναν περισσότερο από εκείνον. Καμάρωναν γι’ αυτόν σαν να ήταν κομμάτι της σάρκας τους. Εμάς μας έφαγε το πρωταγωνιστιλίκι. Αν δε φαινόμαστε εμείς στο σανίδι, του βάζουμε φωτιά και το καίμε. Γιατί είμαστε γυναίκες killer.
Γιατί λοιπόν, μετά έρχονται βροχή τα δάκρυα των άμυαλων κορασίδων; Γιατί δεν παίρνουν στοργή απ’ τα γαϊδούρια;
Γιατί το παίζουν Σαμάνθες, αλλά δεν είναι. Η δηθενιά της μοιραίας γυναίκας που την ενδιαφέρει μόνο το σενιαρισμένο τομάρι της είναι πολύ της μοδός, δε συμφωνείτε; Ρουφήξτε, λοιπόν, κορίτσια τις τεκίλες σας στο μπαρ, με περίσσια ανεξαρτησία, και αναρωτηθείτε με τις όμοιες φίλες σας πώς κατήντησαν έτσι τ’ αρσενικά.
Θυμηθείτε όμως. Ακόμη και η κυρία Κοκοβίκου, όταν σταμάτησε τη φροντίδα, το σπίτι της γκρεμίστηκε. Και δεν της άρεσε καθόλου.