Αντίο. Λέξη που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει αποχαιρετισμό. Λέξη άκλιτη, ως φόρο τιμής στην ακαμψία της. Λέξη μακάβρια, οριστική, που λίγο απέχει απ’ το να ηχεί σαν κατάρα. Εκ διαμέτρου αντίθετη με το επανιδείν, σέρνει μαζί της το φόβο της τελευταίας φοράς. Επάξια, λοιπόν, έχει την τιμητική της, άλλοτε μέσα από κραυγές κι άλλοτε ανάμεσα σε λυγμούς, σε κάθε, σχεδόν, χωρισμό.

Η συνήθης, όμως, παρεξήγηση την οποία φτάσαμε να ενστερνιζόμαστε είναι η εξής. Φτάνει μονάχα μια λέξη-δήμιος για να χωρίσουν δύο άνθρωποι; Ποτέ και με τίποτα. Όσο σκληρό κι αν είναι το κέλυφος αυτής της λέξης, ο έρωτας μπορεί να το κάνει θρύψαλα. Το αντίο, δηλαδή, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πρώτο απ’ τα χιλιάδες ντόμινο του χωρισμού.

Όταν λες αντίο, έχεις κι άλλα να δώσεις, μπορείς κι άλλο να σπάσεις. Γιατί ξέρεις ήδη, πως το μαρτύριο που θ’ ακολουθήσει θα σε ρημάξει. Ξεστομίζοντας το αντίο, στην πραγματικότητα, ουρλιάζεις πως αντέχεις κι άλλο, πως δεν έχεις τελειώσει. Τα συντρίμμια του εαυτού σου κείτονται ατόφια και περιμένουν να γίνουν σκόνη, να εξαϋλωθούν. Την ώρα εκείνη, γνωρίζεις πολύ καλά, πως γίνεσαι ο ίδιος εμπρηστής μιας φωτιάς που θα τα κάψει όλα και μετά θα μείνεις εκεί, παρέα με τις στάχτες σου κι ας σε πνίγει ασφυκτικά η μυρωδιά τους. Να λοιπόν, που έχεις κι άλλα να χάσεις.

Τίποτα δεν τελειώνει απλά και μόνο λέγοντας αντίο. Ίσα ίσα, που το αντίο πάντα θα κυοφορεί την απαρχή μιας μετέπειτα επώδυνης περιόδου. Λίγα δευτερόλεπτα αφότου ειπωθεί, τότε είναι που συνειδητοποιείς βαθιά την ανατριχιαστική δύναμη της αγάπης σου. Με την απελπισία του οριστικού αποχωρισμού να σε παραλύει, η ώρα του αντίο, δεν είναι η ώρα του χωρισμού. Είναι η ώρα που καταλαβαίνεις πόσο αγάπησες. Είναι το ύστατο «σ’ αγαπώ».

Χωρισμό, αυτόν καθαυτό, αποτελεί μονάχα η διαπίστωση πως η καρδιά σου μεταλλάχθηκε, με τον καιρό, από  δίκλινη σε μονόκλινη. Όταν τα μάτια σου δε θα σκουριάζουν πια από την υγρασία και όταν το τσιγάρο δε θα είναι το οξυγόνο σου, τότε ναι, μπορείς ν’ ανακοινώσεις στον εαυτό σου και σ’ όποιον άλλον ότι χώρισες. Χώρισες σημαίνει χωρίστηκες, τεμαχίστηκες, διαμελίστηκες και πορεύεσαι πλέον με τη σιγουριά των επουλωμένων πληγών σου, σε αντίθεση με το αντίο που είναι μόνο η αρχή της ακατάσχετης αιμορραγίας του αποχωρισμού.

Μακάρι να ήταν το αντίο ο μαγικός διακόπτης του off σε μια σχέση. Δεν είναι όμως. Μια άχαρη γραφειοκρατία είναι, που σκοπό έχει να σε ταλαιπωρήσει βάναυσα, έως ότου ολοκληρωθεί. Ακόμη και υπό το πρίσμα μιας έσχατης προδοσίας, τα συναισθήματα δεν γκρεμίζονται μέσα σ’ ένα λεπτό. Φαντάσου τα σαν ένα σπίτι, που το έχτισες με τα πιο γερά θεμέλια, βαθιά ριζωμένα στη γη. Όσο κι αν φυσήξει το αντίο, το σπίτι δε θα πέσει. Θέλει δουλειά και χρόνο για να γκρεμίσεις ολοσχερώς ό,τι έχτισες. Γι’ αυτό άλλωστε,  πονάει τόσο. Γιατί αναγκάζεσαι να διαλύσεις με τα ίδια σου τα χέρια το δικό σου δημιούργημα και να μείνεις άστεγος.

Όταν, όμως, αποφασίσεις πως ήρθε πλέον η ώρα να φτιάξεις ένα νέο σπίτι, πιο μεγάλο, πιο φωτεινό και πιο γερό, τότε είναι η ώρα του πραγματικού αντίο. Και ξαφνικά αυτή η λέξη φαίνεται, επιτέλους, ν’ αποκτά μία ελπίδα. Την ελπίδα ότι μπορείς και θέλεις να προχωρήσεις.

Επιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Ιωάννα Κακούρη