Ανοιχτό βιβλίο ή μυστήριο; Τι προτιμάμε τελικά; Όταν ξέρουμε ή νομίζουμε ότι ξέρουμε τον άλλο πολύ καλά χάνουμε το ενδιαφέρον μας; Όταν μας κοιτάει και γνωρίζουμε τι θα πει, τι θα φάει για πρωινό, πώς πίνει τον καφέ του, πώς περνάει τις ελεύθερες ώρες του, με ποιο τρόπο θα αντιδράσει σε μια κατάσταση, ποιες είναι οι πεποιθήσεις του και η φιλοσοφία ζωής του. Εκφράζουμε ένα παράπονο και γνωρίζουμε την αντίδρασή του. Είναι ωραίο να ξέρουμε τι να περιμένουμε, αλλά μήπως με αυτό τον τρόπο αρχίζει να χάνεται το ενδιαφέρον μας για τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας; Μήπως το μυστήριο μας κρατάει σε εγρήγορση; Από την άλλη όταν δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε από τον άνθρωπό μας, όταν δε μας ανοίγει όλα του τα χαρτιά και υποθέτουμε τι μπορεί να σκέφτεται ή να εννοεί, αν άρεσε η έκπληξη που κάναμε ή το φαγητό που μαγειρέψαμε, αυτό μάς δημιουργεί συναισθηματική αστάθεια.
Όταν, λοιπόν, ξέρουμε τον άλλο καλά, όταν γνωρίζουμε τις αντιδράσεις του, τι νιώθει για εμάς, αισθανόμαστε ασφαλείς. Καμιά φορά αυτό όμως μας ξενερώνει και ίσως αρχίζουμε να βαριόμαστε. Θεωρούμε πως δεν έχουμε κάτι παραπάνω να περιμένουμε και τελικά καταλήγουμε να αναρωτιόμαστε αν αυτό που ζούμε είναι κάτι χλιαρό και άνοστο. Σαν τη σούπα που φάγαμε χθες. Αναρωτιόμαστε αν τελικά αξίζει το χρόνο μας αυτή η σχέση. Σαν να ψάχνουμε κάτι δύσκολο, μυστήριο, σαν να αποζητάμε κατά βάθος τη συναισθηματική ανασφάλεια. Να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε, βρε αδερφέ. Δε θέλουμε την ευθεία γραμμή, θέλουμε και τα πάνω και τα κάτω. Αυτή την έξαψη που θεωρείται από πολλούς το αλατοπίπερο της σχέσης. Επιπλέον, όταν δε θεωρείς κάποιον δεδομένο και σίγουρο, αυτό από μόνο του σε κάνει να προσπαθείς περισσότερο για τη σχέση. Δεν αφήνεσαι, προσπαθείς συνεχώς να τον/την εντυπωσιάζεις, φροντίζεις ίσως περισσότερο την εμφάνισή σου και γενικώς κάνεις πράγματα για να τραβήξεις την προσοχή και το ενδιαφέρον του. Δεν αφήνεις το μυστήριο να χαθεί. Αυτό κρατάει τη σχέση ζωντανή και το ενδιαφέρον αμείωτο.
Στον αντίποδα υπάρχουν και αυτοί, που έχουν ζήσει το μυστήριο, έχουν περάσει τη φάση του να αναρωτιούνται και να αμφιβάλλουν, με ερωτήματα του στιλ: «Με θέλει; Δε με θέλει; Τι να κάνει τώρα; Να με σκέφτεται άραγε; Τι να εννοούσε με αυτό που είπε;» και ζητούν πλέον άλλα πράγματα. Γι’ αυτούς το να γνωρίζουν το πρόσωπο που έχουν δίπλα τους είναι το ζητούμενο. Τους έχει κουράσει αυτό το παιχνιδάκι που τους δημιουργεί ανασφάλεια, όσο εντυπωσιακό κι αν είναι. Ανεβάζει την αδρεναλίνη και δημιουργεί έντονα συναισθήματα, δε λέω, έχει τη χάρη του. Αυτούς τους ανθρώπους, όμως, δεν τους κρατάει σε εγρήγορση το μυστήριο, αλλά η σιγουριά για τον άνθρωπό τους. Έχουν βαρεθεί να ζουν με την αμφιβολία. Αναζητούν πλέον την αίσθηση (ή και ψευδαίσθηση καμιά φορά) ασφάλειας και πληρότητας μαζί με την ηρεμία που προσφέρει. Η βεβαιότητα, η διάρκεια και η συνέπεια είναι αυτό που ζητούν. Πιστεύουν σε άλλου είδους δέσιμο, βαθύτερο ίσως, το οποίο έρχεται μόνο αν δεις την ψυχή του άλλου με γυμνό μάτι. Αν τον νιώσεις, αν τον καταλάβεις. Αυτοί οι άνθρωποι προτιμούν την ήρεμη, καθαρή και διαυγή θάλασσα αντί της τρικυμίας που θολώνει τα νερά. Κάποιοι θα το θεωρήσουν βαρετό και λίγο, αλλά για άλλους είναι ουσιώδες και βαθύ.
Σιγουριά έναντι αμφιβολίας, λοιπόν. Εσύ τι προτιμάς; Διαλέγεις την έξαψη που σου προκαλεί το μυστήριο ή την ασφάλεια που σου δίνει η γνώση;
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.