«Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος», με ρώτησαν. «Η απουσία». Λίγους μήνες νωρίτερα, η απάντησή μου θα ήταν η μοναξιά. Μέσα σε αυτούς τους μήνες, κοντεύει χρόνος τώρα πια, μεγάλωσα απότομα. Ίσως και να ωρίμασα, ίσως κι όχι. Ίσως η αλλαγή αυτή να πηγάζει από πίεση κι άγχος.
Όπως και να ‘χει τώρα το κατάλαβα. Δε φοβάμαι να μείνω μόνη μου. Δε φοβάμαι την παρέα του εαυτού μου. Αυτό που με φοβίζει είναι η απουσία. Η απουσία ανθρώπων που αγαπάω και τους έχω στη ζωή μου καθημερινά.
Βίωσα πρόσφατα την απουσία της αγαπημένης μου φίλης. Διανύουμε την περίοδο στην οποία η ζωή μας αλλάζει ριζικά. Παίρνουμε αποφάσεις για το μέλλον μας. Για άλλους οι αποφάσεις αυτές κρύβουν μια δόση πίκρας κι επιστροφής στο πατρικό σπίτι. Για άλλους οι αποφάσεις αυτές φέρνουν στην πόρτα τους ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή, σε έναν άλλον κόσμο. Μακρινό. Μακρινό λόγω απόστασης και μακρινό διότι δεν μπορούμε καν να φανταστούμε τις συνθήκες που επικρατούν εκεί. Καλύτερες, λένε, μα εγώ κρατάω μια επιφύλαξη.
Γυρνώντας πίσω στον φόβο μου, βρίσκω εσένα. Εσένα που δεν μπορώ να αποφασίσω πώς θα σε αποκαλέσω. Το «φίλος» μου ακούγεται λίγο. Το «εραστής», με τη σημασία του άνθρωπου που ερωτεύτηκα, μου φαντάζει ημιτελές. Θα σε αποκαλώ λοιπόν «εσύ». Γιατί αυτό ήσουν όλον αυτό τον καιρό στη ζωή μου, εσύ που με κάνεις να χάνω τον εαυτό μου μπροστά στην παρουσία σου. Εσύ ο ίδιος που με κάνεις να τον βρίσκω δίπλα σου.
Εσύ που ήσουν μόνο εσύ. Εσύ που απ’ τη στιγμή που μπήκες στη ζωή μου, έγινες κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Όπου και αν βρισκόμουν ήσουν εκεί. Τώρα; Τώρα χάνομαι στη σκέψη του να μη σε βλέπω παντού και συνέχεια. Να μην ακούω τη φωνή σου, ακόμα κι εκείνες τις στιγμές που την επιβάλλεις πάνω απ’ τη δική μου.
Φοβάμαι την απουσία σου. Φοβάμαι να μου λείψεις. Και πάνω από όλα, φοβάμαι ότι θα σε ξεχάσω. Ακούγεται κάτι τρελό στο κεφάλι μου αυτή μου η πρόταση, μα οι πιθανότητες να συμβεί είναι πολλές. Θα φύγεις, θα έχεις τη ζωή σου κι εγώ τη δική μου, με οποίες εκπλήξεις μου επιφυλάσσει. Η καθημερινότητά, μου, όμως πια δε θα σε συμπεριλαμβάνει και τότε θα συμβεί. Μέσα στη ρουτίνα μας θα χαθούμε.
Θα με ξεχάσεις και θα σε ξεχάσω. Δε θα έρχεσαι πια να αναστατώνεις τις μέρες μου. Δε θα μου διηγείσαι, με εκείνο το παιδιάστικο γέλιο σου, ντροπιαστικές ιστορίες σου. Θα είναι σαν να μην πέρασες ποτέ από δίπλα μου. Φοβάμαι ότι θα γίνει πραγματικότητα αυτό το σενάριο και γι’ αυτό τα γράφω αυτά. Να υπάρχουν τυπωμένα. Να μην έχω δικαιολογία να σε ξεχάσω. Να μείνεις μέσα μου ως ένα κομμάτι του σημερινού μου εαυτού.
Οι μήνες περνάνε. Χαίρομαι για εσένα. Αξίζεις τα καλύτερα. Μα τρομάζω. Εσύ είσαι ένας απ’ τους ανθρώπους που ευχόμουν να έχω πάντα δίπλα μου. Φίλο και μέντορα, εραστή κι ανταγωνιστή. Τώρα απλά εύχομαι να μη σε ξεχάσω ποτέ. Να κρατήσω όλα αυτά που μου έμαθες κι εσένα μαζί, μέσα στην καρδιά μου, στο κομμάτι εκείνο που έτσι και αλλιώς το έκλεψες κι είναι δικό σου.
Δύσκολο να αναγνωρίζεις τον μεγαλύτερό σου φόβο. Κι ακόμα πιο δύσκολο να διανύεις την περίοδο εκείνη, που θα τον βιώνεις όλο και πιο συχνά. Γιατί μεγαλώσαμε.
Πάλι το έκανα. Πάλι χάθηκα στη σκέψη σου. Ξεκίνησα απ’ το φόβο μου και κατέληξα να θέλω να μιλήσω για εσένα. Εσένα που μου έμαθες τα λόγια να μην τα φοβάμαι. Γι’ αυτό στο λέω, τρέμω από φόβο ότι δε θα σε ξαναδώ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη