Τι περιμένει ένας άνθρωπος από μέρα σε μέρα; Κάτι να του αλλάξει το ρου, να τον αναστατώσει, να δώσει νόημα στη ζωή του, ν’ αλλάξει τα τετριμμένα. Ξέρεις, περίμενα πολύ πριν έρθεις στη ζωή μου. Περίμενα για χρόνια έναν άνθρωπο με τη δική σου ποιότητα. Έναν άνθρωπο να τον θαυμάζω, να τον εκτιμώ, να είμαι περήφανη για τον τρόπο που σκέφτεται και δρα, έναν άνθρωπο που θα με εμψυχώνει όταν δεν είμαι καλά, κάποιον που θα ομορφαίνει τις μέρες μου, κάποιον που θα αποτελεί έμπνευση.
Μπορεί να άργησες, αλλά ήρθες. Ήρθες απρόσκλητος, χωρίς φανφάρες και φανταχτερές υποσχέσεις, χωρίς likes κι ατέρμονες αναμονές. Ήρθες σαν ένα δώρο γενεθλίων, την ημέρα που γεννήθηκα και με έκανες να γεννηθώ ξανά απ’ τον προηγούμενο εαυτό μου. Εκείνον που δε θέλω να θυμάμαι. Οι στιγμές που σε απογοητεύει το ίδιο σου το είναι, αποτελούν τις χειρότερες μνήμες για έναν άνθρωπο που κάνει συχνά την αυτοκριτική του.
Είδα τα μάτια μου μετά από χρόνια να χαμογελούν, να ξυπνάω το πρωί και να μη με απασχολεί τίποτα, αρκεί να είχα τη δική σου «καλημέρα» για ευχή. Πέταξα από πάνω μου τη μίρλα που με έδερνε, ένα δικό μου σαράκι που δεν ήθελα να εντοπίζει κανείς. Γι’ αυτό και πάντα χαμογελούσα. Ίσως έχουν δίκιο ότι πίσω απ’ τα πολύ χαμογελαστά άτομα, κρύβονται άπειρες στιγμές δακρύων.
Δε γούσταρα να μεταδίδω αρνητισμό σε κανέναν δικό μου. Γι’ αυτό κι επέλεξα να απομονωθώ μέχρι να ξαναβρώ την ενέργεια και τη ζωτικότητά μου. Εκείνες τις δύσκολες στιγμές που έβγαινε ο άλλος μου εαυτός στην επιφάνεια, μάζευα τα μπογαλάκια μου και κλεινόμουν σε μένα. Και κάπως έτσι, συζητάς με τον πόνο και κάποια στιγμή παραγνωρίζεστε, τόσο που ό,τι κι αν γίνει πλέον το αντιμετωπίζεις με ψυχραιμία.
Εσύ λοιπόν μ’ έκανες να βλέπω τα μικρά και καθημερινά θαύματα και να ευγνωμονώ τη ζωή για ό,τι έχω. Πίστεψα ότι για μία στιγμή, βρήκα τον έρωτα, εκείνον που θα του τα έδινα όλα και δε θα με απογοήτευε. Ένιωσα ασφάλεια δίπλα σου, αισθάνθηκα σπίτι την αγκαλιά σου, βάλσαμο τα λόγια σου. Ξέρεις, όταν αναλύεις, όπως εγώ καθετί περίπλοκα, χάνεις το νόημα των λέξεων και κυρίως των διαθέσεων. Μπερδεύεσαι σε διαδρόμους του μυαλού σκοτεινούς. Δεν ξέρω αν είχα δίκιο ή άδικο, δεν ξέρω αν μια σκηνή ζηλοτυπίας ή έστω μια σπόντα μπορεί να φτάσει έναν άνθρωπο στο θυμό.
Δεν ξέρω αν ήταν απλώς μια αφορμή για να πεις ένα εύκολο «αντίο» σε κάτι που ήταν μόλις στην αρχή κι είχε ελπίδες ν’ ανθίσει. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος της απομάκρυνσης και της σιωπής σου, εγώ έχω μόνο κάτι να σε ρωτήσω: «Γιατί ήρθες να αναστατώσεις τη ζωή μου, αφού δεν είχες σκοπό να μείνεις»; Γιατί με έκανες να ονειρεύομαι ξανά και μια μέρα με γείωσες; Γιατί μου προσέφερες χαρά και εν μία νυκτί τόσο πόνο; Γιατί διέλυσες ό,τι με τα ίδια σου τα χέρια είχες χτίσει;
Με ενοχλεί να κάνουμε σούμα όλους τους ανθρώπους και να προεξοφλούμε απαντήσεις και συμπεριφορές. Με εκνευρίζει να μην μπορείς να αντιληφθείς ποιος σε νοιάζεται. Με εξοργίζει η σιωπή κι η αδιαφορία. Με θυμώνει που έκοψες κάθε επαφή χωρίς να μου εξηγήσεις τι είπα, που τόσο πια σε πείραξε. Και με θυμώνει ακόμη περισσότερο το ότι ό,τι κι αν σου είπα, έβαλες τον εγωισμό σου πάνω απ’ τα συναισθήματά μου.
Δεν υπάρχει ερωτευμένος που να μην κάνει λάθη. Ούτε ο έρωτας, όπως λες, είναι καραμέλα για όλα. Είναι όμως το εισιτήριο για να δεις τι κρύβει ο κόσμος του άλλου. Έναν κόσμο που μάλλον δε σε άγγιξε και δε σε ενδιέφερε, χωρίς καν να δεις τι έχει να σου προσφέρει. Παρ’ όλα αυτά δε σου κρατώ κακία, παρά μόνο παράπονο.
Ένα παράπονο, που εσύ χαρακτηρίζεις κακία. Αλήθεια, τόσο εύκολα κρίνεις ανθρώπους που ούτε καν τους γνώρισες σε βάθος; Από μία κουβέντα τους; Με ποιο δικαίωμα γίνεσαι κριτής; Την καρδιά μου την ξέρει μονάχα ο Θεός. Ίσως κι εκείνοι που με ξέρουν χρόνια. Όχι εσύ.
Δε θα πω ψέματα. Σε σκέφτομαι περισσότερο απ’ όσο νομίζεις κι απ’ ό,τι θέλω. Δημιουργώ όμορφες εικόνες κι έχω ακόμη μία ευχή. Κι ας λένε ότι τις ευχές πρέπει να τις λες μόνο από μέσα σου, για να πραγματοποιηθούν. Εγώ θα τη γράψω και θα τη φωνάξω, όσο πιο δυνατά γίνεται: «Εύχομαι κάποια μέρα να ξαναγαπηθούμε».
Για την ακρίβεια να γνωριστούμε απ’ την αρχή. Εις το επανιδείν.