Όλοι γνωρίζουμε τον Οιδίποδα, το μυθικό αυτό πρόσωπο της τραγωδίας του Σοφοκλή, που σκότωσε τον πατέρα του Λάιο, παντρεύτηκε τη μητέρα του Ιοκάστη κι απέκτησε μαζί της τέσσερα παιδιά, τον Πολυνείκη, τον Ετεοκλή, την Ισμήνη και την Αντιγόνη, τα οποία συγχρόνως ήταν κι αδέρφια του. Απ’ τον Οιδίποδα εμπνεύστηκε ο Freud για ν’ αναπτύξει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα κι αργότερα το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας.
Κατά τη φροϋδική θεωρία, κάθε παιδί κατά την ηλικία των τριών με έξι ετών, όταν αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται το φύλο του, ερωτεύεται το γονέα του αντίθετου φύλου και νιώθει αντιζηλία για το γονέα του ιδίου φύλου, καθώς συνειδητοποιεί τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους.
Αυτή η αντιζηλία προς το γονέα του ιδίου φίλου, ξεκινά προσπαθώντας να μοιάσουμε σ’ αυτόν. Ένα μικρό κοριτσάκι που ζηλεύει τη μαμά του, επειδή «της στερεί» τον μπαμπά της, αναπτύσσει μιμητική συμπεριφορά και κάνει τα πάντα για να της μοιάσει. Φοράει τα ρούχα και τα παπούτσια της, βάζει το κραγιόν και το άρωμά της κι όταν τη βλέπει μόνη με τον μπαμπά της, τρέχει εκείνη να μπει στην αγκαλιά του.
Φυσικά, καθώς μεγαλώνουμε αντιλαμβανόμαστε τις ομοιότητες που έχουμε με το γονέα ιδίου φύλου, συνειδητοποιούμε τη σχέση αγάπης που μας δένει ως οικογένεια και χαλιναγωγούμε τις ορμές του ασυνείδητου, που ως μωρά δεν μπορούμε να ελέγξουμε, αλλά λειτουργούμε ενστικτωδώς.
Ωστόσο, αυτό το σύμπλεγμα που περνά ο καθένας μας, είτε το οιδιπόδειο είτε της Ηλέκτρας, ανάλογα με το φύλο του, καθορίζει αργότερα και το είδος των ανθρώπων, που μας έλκουν. Έχει παρατηρηθεί ότι οι περισσότεροι επιλέγουμε ως σύντροφό μας κάποιον που να μοιάζει στο γονέα αντίθετου φύλου. Δηλαδή, οι γυναίκες επιλέγουμε υποψήφιους συντρόφους, που να μοιάζουν στον μπαμπά μας, κι οι άντρες υποψήφιες συντρόφους που να μοιάζουν στη μαμά τους.
Τα βιώματά μας κατά την παιδική ηλικία αποτυπώνονται στην ψυχή μας σαν τατουάζ, με αποτέλεσμα ν’ αναζητούμε στη μετέπειτα ζωή μας αυτό που ήδη έχουμε ζήσει, καθώς για μας αυτός ο τρόπος, η εμφάνιση ή η συμπεριφορά έχουν μία οικειότητα. Ψάχνουμε να αισθανθούμε οικεία με κάποιον, να νιώσουμε ασφάλεια ή αυτό που συχνά λέμε σ’ ένα σύντροφό μας: «νιώθω σαν στο σπίτι μου μαζί σου», γιατί προφανώς έχει κάποια στοιχεία που μας θυμίζουν συμπεριφορές που έχουν αποτυπωθεί μέσα μας.
Πολλές φορές, η σχέση με τον πατέρα μας δεν ήταν εύκολη ή είχε χαρακτηριστικά που δε θα θέλαμε να έχει ο σύντροφός μας με βάση τη λογική μας. Καταλήγουμε όμως, όχι λίγες φορές, να έχουμε δίπλα μας συντρόφους με τα εκνευριστικά και μη αποδεκτά για εμάς χαρακτηριστικά των γονιών μας.
Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, αυτό συμβαίνει γιατί επιζητούμε μια μορφή κάθαρσης της σχέσης μας με το γονέα και κυρίως θέλουμε αυτή τη φορά να καταφέρουμε ν’ αλλάξουμε τη συμπεριφορά που μας εκνευρίζει. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαλέγουμε συντρόφους που να έχουν ακόμη και τα ενοχλητικά στοιχεία του γονέα αντίθετου φύλου, ως μια επανάληψη των ήδη υπαρχόντων βιωμάτων μας.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, του ανάποδου οιδιπόδειου. Δηλαδή, αν ένα αγόρι σιχαίνεται την υπερπροστατευτικότητα της μητέρας του και τη συνεχή ενασχόληση με τη ζωή του, θα επιλέξει μία σύντροφο που να έρχεται σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτόν πχ μία γυναίκα πιο χαλαρή έως αδιάφορη. Επιλέγοντας δηλαδή, ένα σύντροφο εκ διαμέτρου αντίθετο με το γονέα μας πιστεύουμε ότι θα βρούμε την ευτυχία, πηγαίνοντας κόντρα σ’ ό,τι έχουμε ζήσει κι αγνοώντας τις βαθύτερες επιθυμίες μας.
Είναι προφανές ότι η μητέρα ή ο πατέρας μας αφήνουν ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ψυχή μας και προσπαθούμε πάντα ο σύντροφός μας να έχει κάποια χαρακτηριστικά που λατρεύουμε σ’ εκείνους ή να μην έχει όποια στοιχεία μας ενοχλούν. Πέρα όμως από κάθε ψυχική προδιάθεση και παιδικό βίωμα, η επιλογή συντρόφου βρίσκεται στα χέρια μας και στην ερωτική εμπειρία που έχουμε αποκομίσει ως τώρα.
Άλλωστε, το φιλικό περιβάλλον του καθενός, η σεξουαλική του ζωή, οι εμπειρίες του και η γενικότερη στάση ζωής μας καθορίζουν τις ερωτικές επιλογές μας, όπως και το τι πιστεύουμε πώς θα μας κάνει ευτυχισμένους κάθε φορά.
*Για την ψυχολογική ανάλυση του θέματος χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες της ψυχολόγου Αθηνάς Νάσσου.