Ναι, αγάπη μου. Καλά διάβασες. Ωρίμασα ή καλύτερα άλλαξα. Μέσα κι έξω. Με άλλαξες εσύ κι όσα αισθάνθηκα για σένα. Τελικά, όντως ο πόνος είναι μεταμορφωτικός. Ξαναγεννιέσαι απ’ τις στάχτες σου, δημιουργείς έναν καινούριο εαυτό με νέες αντοχές και συντεταγμένες.
Ο έρωτας κάποια στιγμή τελειώνει, κάποιοι δυστυχώς δεν αρχίζουν καν και σε κάθε περίπτωση ο πόνος έρχεται να πάρει θέση μέσα σου και να φωλιάσει για καιρό στην ψυχή σου. Μέχρι να έρθει εκείνη η ρημάδα μέρα, όπου θα συνειδητοποιήσεις ότι εκείνο που αξίζει πέρα από οποιαδήποτε επιθυμία σου είναι η ψυχική σου ηρεμία και κυρίως η εσωτερική σου γαλήνη.
Ναι. Θα σκεφτείς αυτή να ηρέμησε; Αυτή, η τρελή που έφερνε τον κόσμο ανάποδα για να με δει; Όχι μόνο ηρέμησα, αλλά πίστεψέ με δεν υπάρχει καλύτερη ψυχοθεραπεία απ’ το να τα βρίσκεις με τον εαυτό σου, ύστερα από μια τραυματική περίοδο.
Έφυγες απ’ τη ζωή μου οριστικά, επιλέγοντας έναν άλλο δρόμο. Δεν είμαι ικανή να σου πω αν είναι ο σωστός ή ο λάθος, καθώς ο υπεύθυνος για τις επιλογές σου είσαι μόνο εσύ. Είμαι σε θέση όμως να σου πω ότι έχασες έναν άνθρωπο που σε αγάπησε και δεν εκτίμησες ούτε στιγμή όλα όσα έκανε για σένα.
Εκτιμώ όλα όσα έκανες για να φύγεις μακριά μου. Ξέρεις, έμαθα τα όριά μου. Με δίδαξες να κοιτάζω εμένα πριν από κάθε μπάσταρδο που έρχεται για να μου κλέψει τα όνειρά μου. Καμία στιγμή μου πλέον δε θα χαραμιστεί για κάποιον επιπόλαιο.
Έχω μάθει να ορίζω τι θέλω και μέχρι πού μπορώ να φτάσω. Διακρίνω πλέον από χιλιόμετρα ποιος είναι για μία βραδιά και ποιος αξίζει κάτι περισσότερο. Και να σου πω και μια αλήθεια μου; Πάντα πίστευα ότι είχα τη δύναμη τον άπιστο να τον κάνω πιστό, τον αδιάφορο να τον κάνω να ενδιαφέρεται, τον απαθή να τον κάνω να νιώθει.
Όχι, είπα στον εαυτό μου. Τέλος, το παραμυθάκι. Δεν μπόρεσες και δε θα μπορέσεις ποτέ να αλλάξεις έναν άνθρωπο που δε σ’ αγαπά. Η αγάπη μεταμορφώνει τον άνθρωπο, κανένα δικό σου πείσμα και καμία θέληση να κινήσεις νήματα που από καιρό έχουν σπάσει.
Μάζεψα τα σπασμένα μου κομμάτια, καθάρισα το συρτάρι των βαθύτερων πόθων μου, αρχειοθέτησα όποιον μου φέρθηκε σκάρτα, πέταξα αναμνήσεις κι έριξα δυο φάσκελα στα μούτρα μου και γύρισα σελίδα. Για μένα, για κανέναν άλλο. Ήθελα τόσο να με δω χαρούμενη και πάλι. Βαρέθηκα τα σκυθρωπά μούτρα μου και τα θλιμμένα μάτια μου. Μπούχτισα!
Ξύπνησα ένα πρωί και δεν ήσουν μέρος της σκέψης μου. Σκεφτόμουν εμένα, πώς θα περάσω το υπόλοιπο της ημέρας μου, πώς θα φαίνομαι πιο όμορφη, με ποιον θα βγω για να περάσω καλά και να γελάσω, τι θα διαβάσω το βράδυ, τι με περιμένει παρακάτω. Και γι’ αυτό το παρακάτω ωρίμασα.
Δεν είναι τα χρόνια που επιφέρουν την ωρίμανση, είναι οι καταστάσεις. Με πλήγωσες βαθιά, αλλά ήσουν συγχρόνως ο μεγαλύτερός μου δάσκαλος. Δεν έχει σημασία αν βρεις τη δύναμη ποτέ να εκτιμήσεις τι άνθρωπος υπήρξα για σένα, ποσώς με ενδιαφέρει.
Έχω μάθει να με εκτιμώ και να με αγαπώ τόσο βαθιά, όσο ήταν το μέγεθος της πληγής μου. Έμαθα να μην κρίνω τους ανθρώπους απ’ τη στιγμή που έρχονται στη ζωή μου, αλλά απ’ τον τρόπο που φεύγουν.
Ο μόνος ικανός να με κάνει να δυστυχήσω πλέον είναι εκείνος που θα με αγαπήσει περισσότερο απ’ τη δύναμή του να με πληγώσει. Εκείνος που θα με κάνει να νιώσω ξανά παιδί και θα φροντίζει κάθε μέρα να συντηρεί καρφωμένο το χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
Εσύ δεν ήσουν ικανός να μ’ αγαπήσεις. Και καμία δυστυχία δεν αρμόζει σε μια ερωτευμένη καρδιά. Κι έτσι αυτό το βράδυ διαβάζω τους στίχους του ποιήματος του Θ. Κωσταβάρα:
«Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις
πόσο πολύ σε αγάπησα.
Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα
Πόσο βαθιά ωρίμασα
δυστυχώντας για σένα».