Ένας χρόνος πέρασε από τότε που έφυγε κι ακόμη είναι μαζί της. Κάθεται στην κόκκινη βελουτέ πολυθρόνα της, ανοίγει τις κουρτίνες, κοιτάζει κάθε μέρα τα σύννεφα και μένει σιωπηλή. Φαντάζομαι σκέφτεται πώς θα ήταν αν μπορούσε να πετάξει ξανά φορώντας τα φτερά του, σ’ ένα ουρανό φτιαγμένο γι’ αυτούς τους δυο. Πόνεσε. Το βλέπω στο πρόσωπό της. Κάθε ρυτίδα, κάθε βλέμμα της το προδίδει, ο τρόπος που αγκαλιάζει τους ώμους της όταν κρυώνει. Πόσο της λείπει! Μια φωτογραφία του στην πρώτη σελίδα του βιβλίου που διάβαζε. Όχι σε κορνίζα, ούτε σε άλμπουμ. Τον είχε μαζί της σε κάθε ταξίδι που έκανε ο νους της, ίσως για να νιώθει πως ακόμη μοιράζεται μαζί του στιγμές. Ήθελα τόσο πολύ να τη ρωτήσω, να μάθω την ιστορία αγάπης που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου, ώσπου μια μέρα μόνη της αποφάσισε να μου μιλήσει:
«Ξέρω τι σκέφτεσαι. Δεν ήταν τόσο καλός, όσο νομίζεις, ούτε με είχε σαν βασίλισσα. Σπάνια μου έλεγε σ’ αγαπάω, σιχαινόταν να με κρατά απ’ το χέρι και να περπατάμε μαζί στους δρόμους, δε με έπαιρνε τηλέφωνο όταν είχα μέρες να επικοινωνήσω, έβγαινε με τους φίλους του και ξεχνούσε να γυρίσει σπίτι. Ήταν πολύ αυστηρός μαζί μου, πάντα επέκρινε τον τρόπο που λειτουργούσα, με κορόιδευε για τον τόνο της φωνής μου, ειρωνευόταν την αυταρχική μου φύση, με χαρακτήριζε δικτάτορα. Δε μου είπε ποτέ ευχαριστώ για όλα όσα έκανα για εκείνον, για τη μαγειρική μου, για τα γλυκά που του ετοίμαζα κάθε Κυριακή. Τη σημερινή εποχή, αν κάποιο κορίτσι ήταν στη θέση μου, θα τον είχε χωρίσει. Εγώ όμως έμεινα, γιατί ήμουν ερωτευμένη.
Δεν έριχνε ποτέ τα μούτρα του, ακόμη κι αν ήξερε ότι έφταιγε. Είχα κάνει πολλά για να είμαι μαζί με αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν απίστευτα ζηλιάρης, αν και το έκρυβε τόσο καλά. Αυτό ερωτεύτηκα νομίζω τόσο έντονα, τον τρόπο με τον οποίο ξέσπασε κάποια στιγμή και αποκάλυψε όλα αυτά που παρίστανε ότι δεν τον αγγίζουν. Σε κάποιο καβγαδάκι που είχαμε, όταν ήμασταν στην αρχή ακόμη, κάναμε μήνες να μιλήσουμε. Πίστευα ότι είχε τελειώσει, ότι δε θα τον ξανάβλεπα. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δε μου είχε δείξει ότι ήταν ερωτευμένος. Ήμουν όμορφη στα νιάτα μου, είχα αρκετές κατακτήσεις. Ένα βράδυ του Νοέμβρη λοιπόν, έτυχε να βρεθούμε στον ίδιο χώρο διασκέδασης. Αυτός με την παρέα του κι εγώ με την αδερφή μου κι έναν εξάδελφό μας. Όχι που να το παινευτώ, αλλά ήμασταν ομορφόσογο. Σκέφτηκα λοιπόν, να τον κάνω να ζηλέψει, να δω αν νιώθει τελικά κάτι ή η αδιαφορία του ήταν αληθινή.
Η σκηνή ήταν βγαλμένη από ταινία, εγώ με τον εξάδελφό μου να χορεύουμε αγκαλιά και να γελάμε επιδεικτικά κι αυτός στη γωνία με το βλοσυρό του βλέμμα να μας κοιτάζει. Τον ένιωθα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Η στιγμή της έκρηξης δεν άργησε. Πλησίασε σαν κύριος, τράβηξε το Σταύρο απ’ το μπράτσο, του έριξε μια μπουνιά και του είπε: Αυτή η γυναίκα είναι δική μου!
Η μουσική σταμάτησε, γύρισαν όλοι και τον κοιτούσαν, λες και επρόκειτο για κάποιον συνήθη τραμπούκο. Ήρθε ο υπεύθυνος και τον έδιωξε. Με πήρε και φύγαμε. Στη διαδρομή δε μιλούσε. Κάποια στιγμή σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, με πήρε αγκαλιά και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Δεν τον είχα δει έτσι ποτέ ξανά. Ο άντρας που είχα στο πλευρό μου ήταν σκληρός, αδιάφορος, κυνικός, δεξιοτεχνικά ανέκφραστος. Πρώτη φορά ένιωσα ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα παιδί. Έτσι είναι, η ψυχή του ανθρώπου δε μεγαλώνει ποτέ.
Μη με αφήσεις μου είπε, είσαι τα φτερά μου.
Εκείνη τη στιγμή τον αγάπησα λίγο περισσότερο και ορκίστηκα στον εαυτό μου να μην τον αφήσω ποτέ να πέσει. Η θέση του ήταν ψηλά και η δική μου να τον κρατώ στο ύψος του.
Κατάλαβες τώρα μικρή μου; Έπρεπε να ρίξει τον εγωισμό του, να ταπεινωθεί, να χάσει το κύρος και να συντρίψει το status quo του, να πάει περίπατο η ανωτερότητα, να βάλει τα κλάματα σαν μικρό παιδί για να καταλάβω ότι μ’ αγαπάει. Ερωτεύτηκα τον ξεπεσμό του πολύ περισσότερο από την αρχοντιά του. Λάτρεψα την αδυναμία του να εκδηλώνει τον έρωτά του μέσα απ’ την κυριαρχική σιωπή του. Ένιωσα περήφανη για τον τραμπούκο μου κι ας δεν είχα πρόσωπο να κυκλοφορήσω. Ο έρωτας δεν έχει επίπεδο μάτια μου… όσα επίπεδα και να δημιουργείς, πάντα η ευτυχία βρίσκεται στον πάτο. Εκεί όλα καταλήγουν κι από εκεί αρχίζουν ξανά.»
Αυτά μου είπε και ξαναγύρισε στο παράθυρο. Συνέχισε να κοιτάζει τον ουρανό, μόνο που αυτή τη φορά ήξερα τι σκεφτόταν.
Eπιμέλεια Κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά