Είναι κάποιες συναντήσεις, φανερές ή κρυφές, ρομαντικές ή απλά γεμάτες πάθος, ηλιόλουστες ή βρεγμένες ως το κόκκαλο, που αφήνουν σημάδια στην ψυχή σου και σου θυμίζουν ότι η ζωή δεν είναι εύκολη, είναι ένας δρόμος δύσβατος και ανηφορικός, που σε αποζημιώνει με ξέφωτα, που σου κόβουν την ανάσα. Αυτή η ανάσα… πόσο εύκολα κόβεται η άτιμη όταν σ’ αντικρίζει εκείνος… πόσο! Μάλλον σε αντίκριζε, πάει καιρός πια.
Έρχεται η στιγμή που αναρωτιέσαι, πώς να ‘ναι άραγε αυτή η ψυχή που νοστάλγησες, αυτό το πλάσμα που αγάπησες, αυτό το σώμα που πόθησες, αυτή η μυρωδιά που δε λέει να φύγει απ’ τα ρουθούνια σου. Σίγουρα καλά, αφού δε σ’ έχει αναζητήσει. Έτσι να σκέφτεσαι, έτσι πρέπει να σκέφτεσαι, να οχυρώνεις τον πληγωμένο εγωισμό σου και να φυλακίζεις το βαθύτερο θέλω σου. Ναι, εκείνον. Μην του επιτρέπεις να έρχεται απρόσκλητος στο τραπέζι των σκέψεών σου, να καταλαμβάνει χώρο στην άδεια σου αγκαλιά, να κλείνει την πόρτα σ’ αυτούς που προσπαθούν να μπουν στην καρδιά σου και συγχρόνως να ξέρεις ότι για εκείνον, δεν είσαι τίποτα.
Ίσως δεν τον άγγιξαν τα συναισθήματά σου, δε ρίγησε στο φιλί σου, δεν πάγωσε μακριά σου, δεν είδε το φως σου, δε σε ένιωσε. Ένα «δεν» έχει κυριεύσει τη θύμησή του και όσο και να τρέχεις σ’ αυτό το δρόμο συνειδητοποίησης και αποδοχής της απόρριψης, πάντα καίει μέσα σου ένα «γιατί». Αχ ψυχή μου, ξέρω.. δε θα ’πρεπε. Ήταν ξεκάθαρος κι αληθινός, προτίμησε την ωμή αλήθεια, από ένα όμορφο παραμυθάκι. Πόσο ειλικρινής ήταν ο αλήτης. Ξέρεις, καμιά φορά, η τόση αλήθεια, σκοτώνει. Θέλεις το παραμυθάκι σου, θέλεις να το ζήσεις. Άλλωστε όταν ζεις κάτι, είναι λιγότερο επώδυνο από το να φαντάζεσαι, πως θα ήταν αν το ζούσες. Μπορεί να τον σκέφτεσαι και να γεμίζουν δάκρυα τα μάτια σου, να ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό σου, αλλά έτσι είμαστε εμείς οι ποιήτριες, αδυσώπητα ρομαντικές και αθεράπευτα ερωτευμένες με τον πόνο. Κι όταν αγαπάμε, πονάμε γαμώτο.
Απομακρύνθηκες, κλείστηκες στον εαυτό σου, σταμάτησες να συχνάζεις σε μέρη που υπήρχε πιθανότητα να τον δεις, πήρες απόσταση απ’ το χθες και τον άφησες, όπως σε άφησε κι εκείνος, αθόρυβα. Ο μεγαλύτερος πόνος δεν έχει φωνή. Τι άλλο να κάνεις; Τον διεκδίκησες, εξέθεσες τις μύχιες σκέψεις σου, άνοιξες τα φύλλα της καρδιάς σου, ξεγύμνωσες τις αναστολές σου, απαρνήθηκες τον εγωισμό σου, πούλησες τη λογική στα θέλω σου και παραδόθηκες. Εγκλωβίστηκες στο κυνήγι του έρωτά σου και έγινες θύμα του ίδιου σου του εαυτού.
Ώσπου ένα πρωί, η διαίσθησή σου σε οδήγησε σε ένα φαύλο κύκλο ερωτήσεων και έμαθες πως έχει προχωρήσει. Η ζωή για κάποιους είναι δρόμος, χωρίς στάσεις, χωρίς φωτεινούς σηματοδότες. Αν μπορούσες να περιγράψεις το θάνατο της ψυχής σου σε ζώσα κατάσταση, ξέρω πως θα το έκανες. Αρνείσαι να επαναφέρεις στη μνήμη σου εκείνες τις στιγμές, μόνο θλίψη σου προκαλούν.
Σ’ αυτή τη διαδρομή, εκτιμάς ανθρώπους που σου δίνουν αγάπη και χωρίς να μιλάνε είναι εκεί, δίπλα σου, σε περίπτωση που τους χρειαστείς. Εκτιμάς κι εκείνους που σε έχουν μάθει και σε κρατάνε στη ζωή τους, ανεξάρτητα αν σε γνώρισαν υπό άλλες συνθήκες ή μέσω τρίτων που είναι για σένα πια ξένοι. Εκτιμάς ακόμη περισσότερο, αυτούς που σε κάνουν να χαμογελάς, γιατί ξέρεις ότι αυτοί θέλουν να σε βλέπουν ευτυχισμένη. Μαζεύεις λοιπόν την γκρεμισμένη παράγκα σου και τούβλο τούβλο, προσπαθείς να ξαναχτίσεις το οχυρό της καρδιάς σου. Αυτή τη φορά, θα είναι πιο ανθεκτικό, πίστεψέ με.
Καθώς η ζωή συνεχίζεται, έχεις πλέον μια νέα καθημερινότητα. Έχεις κάνει νέα αρχή στα επαγγελματικά σου, έχεις φορτώσει το πρόγραμμά σου με ποικίλες δραστηριότητες για να μην πολυσκέφτεσαι, το ‘ριξες στο διάβασμα για να απασχολείς το μυαλό σου, έχεις κάνει νέες γνωριμίες, φλερτάρεις απλά για να περνά ο χρόνος σου και για να αναπτερώνεις το ηθικό σου, μέχρι να αισθανθείς έτοιμη πάλι για τη μάχη. Ξάφνου, όταν έχεις ηρεμήσει και η ψυχή σου έχει επουλώσει, έρχεται το υποσυνείδητο, της δίνει μία και της θυμίζει τον πόθο της, εκείνον.
Και τότε μονολογείς:
«Γιατί έρχεσαι στον ύπνο μου και με ενοχλείς κύριε; Δεν καταλαβαίνεις ότι θέλω να σε ξεχάσω; Μου κάνεις κακό. Και την πρώτη επίσκεψη διαδέχεται η δεύτερη και τη δεύτερη, η τρίτη και την τρίτη, η τέταρτη. Και ναι, έμαθα ότι δεν είσαι καλά, είσαι πιεσμένος και σε ενοχλούν όλα. Και; Έπρεπε να έρθεις στον ύπνο μου να μου το πεις; Έπρεπε να το μάθω; Έπρεπε να σε θυμηθώ; Έπρεπε να διαισθάνομαι το άγχος σου; Έπρεπε να ανησυχώ; Έπρεπε να ενδιαφέρομαι, μετά απ’ όλα όσα πέρασα;
Όχι, δεν έπρεπε.
Όταν η ψυχή σου όμως με ζητά, δεν μπορώ να της κρυφτώ… ίσως αυτή, με ένιωσε τελικά.»