«Κι ας το περίμενα, όσο τίποτε άλλο. Αυτό το κουδούνι. Nα έρθεις εσύ μια φορά, να σηκώσεις το ρημάδι το κεφάλι, να με κοιτάξεις στα μάτια μ’ αυτή τη συνοφρύωση που τσακίζει, να μ’ αρπάξεις απ’ τη μέση, να με φέρεις κοντά σου, να αρχίσω να ζαλίζομαι. Δεν ήθελα ούτε λόγια, ούτε υποσχέσεις, ούτε δικαιολογίες, ούτε συγγνώμες. Εσένα ήθελα».
Αλλά βλέπεις, οι άνθρωποι είμαστε δειλοί. Μας πιάνει εκείνος ο φόβος και απομακρυνόμαστε απ’ αυτούς που μας αγαπάνε. Είναι ένα είδος άμυνας του εγωισμού μας. Όσο οι άλλοι πλησιάζουν το μέσα μας, όσο απειλούν το κρυμμένο εγώ μας, κι όσο νιώθουμε ότι προσπαθούν να επιβληθούν στα θέλω μας, τόσο χτίζουμε τοίχους και κλείνουμε πόρτες. Ίσως πίσω από αυτές τις πόρτες να έχουμε αφήσει εκείνους που μας αγάπησαν, όσο τίποτα στον κόσμο, εκείνους που ποδοπάτησαν το δικό τους εγωισμό για να μας εκθέσουν τα συναισθήματά τους. Ήταν εκείνες οι μορφές που έριχναν φως στο σκοτεινό δρόμο μας, που έλεγαν ένα «πρόσεχε» όταν ήμασταν ένα βήμα πριν σκοντάψουμε, που έστελναν ένα «Χρόνια πολλά» για να δείξουν ότι δε μας ξέχασαν, μια «συγγνώμη» όταν ένιωθαν ότι μας πλήγωναν, ένα «καλή επιτυχία» για να πάρουμε κουράγιο, ένα «αξίζεις περισσότερα» όταν κάναμε λάθος επιλογές, ένα «σ’ αγαπάω» τις νύχτες που ένιωθαν μόνοι.
Και κάποια στιγμή σίγησαν. Όχι γιατί δε νιώθουν πια, αλλά γιατί σέβονται τη ζωή μας και κυρίως τον εαυτό τους, την αλήθεια τους, τη ζωή τους, τον άνθρωπο που αγάπησαν.
Αυτοί οι άνθρωποι είχαν τα κότσια να διεκδικήσουν την ευτυχία τους κι ας μην την άγγιξαν ποτέ. Το πάλεψαν και κοιμούνται με ήσυχη τη συνείδησή τους. Μόνο τους μέλημα ήταν να προσφέρουν αγάπη, μέσα από απλές χειρονομίες, να μας κάνουν να αισθανόμαστε όμορφα με δυο κουβέντες. Δε φοβήθηκαν να χτυπήσουν το δικό μας κουδούνι και μία και δύο φορές, να μας αφήσουν στην πόρτα κάτι που θα μας έκανε χαρούμενους.
Δεν τους ένοιαξε η βροχή για να έρθουν να μας βρουν, ούτε πτοήθηκαν απ’ την αγένεια των γειτόνων που κοιτούσαν με στραβό μάτι.
Αυτοταπεινώθηκαν, έχασαν τον έλεγχο, έκλαψαν στα σκαλοπάτια μας, γύρισαν το κεφάλι φεύγοντας και μας διαολόστειλαν. Κι όμως, αν τους ρωτήσεις σήμερα να σου πουν κάτι για εμάς, δεν έχουν να πουν κάτι άσχημο, γιατί η καρδιά τους έκρυβε μόνο αγάπη, αυτή που ήμασταν τυφλοί για να δούμε, αν και ορθώθηκε μπροστά μας μεγαλόπρεπη, κωφοί για να ακούσουμε αν και σαν σειρήνα μας καλούσε κοντά της, αδύναμοι να ζήσουμε, αν και η επιμονή της είχε τη δύναμη και για τους δύο.
Βρέθηκαν στο δρόμο μας τυχαία και συνέχισαν, όχι να μας ακολουθούν, αλλά να είναι αθόρυβα δίπλα μας. Μας στήριξαν σε κάθε δυσκολία, πόνεσαν με κάθε δική μας απογοήτευση, μας αποδέχθηκαν όπως είμαστε, αγάπησαν εμάς και το παρελθόν μας, γιατί απλά έγιναν κι αυτοί μέρος του. Λάξευσαν την καρδιά τους στην άρνηση, μελάνιασε το κορμί τους απ’ τα κρύα κρεβάτια, μαύροι κύκλοι αγκάλιασαν τα μάτια τους, αλλά το βλέμμα τους παραμένει καθάριο και το χαμόγελό τους ζεστό. Όταν μας κοιτάνε τα μάτια τους λάμπουν σαν μικροσκοπικά φωτεινά αστέρια, κι όταν τους μιλάμε θέλουμε να τους κάνουμε μια αγκαλιά. Θέλουμε… γιατί ποτέ δεν τους αγκαλιάσαμε πραγματικά. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι ήρωες της προσωπικής τραγωδίας του καθενός μας. Χαρακτηρίζονται απ’ την αυθεντικότητα, την επιμονή και τη δοτικότητα.
Αν είχες ή έχεις έναν τέτοιο άνθρωπο στη ζωή σου, τι περιμένεις; Κάνε σήμερα, ό,τι ήταν να κάνεις χθες. Σύντροφοι και εραστές έρχονται και παρέρχονται στη ζωή μας, άλλοι μας ξέρουν χρόνια και αλλάζουν ρόλο, άλλοι δεν μας ξέρουν καθόλου και μας ανακαλύπτουν τώρα. Οι άνθρωποι που μας αγαπούν πάντα θα είναι κομμάτι μας, γιατί έχουν αγαπήσει αυτό που εμείς τις περισσότερες φορές μισούμε, τον εαυτό μας.
Τι κάθεσαι και με διαβάζεις λοιπόν; Άντε, σήκω και πήγαινε χτύπα το κουδούνι.
Εκείνο που πέρασε καιρός για να χτυπήσεις. Εκείνο που σκέφτηκες τόσες φορές να χτυπήσεις. Εκείνο που τελικά δε χτύπησες.
Ίσως να είναι αργά, ίσως και όχι.
Επιμέλεια Κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά