Έχεις ακούσει ποτέ για τη δύναμη της θέλησης; Έχεις διανοηθεί πόση δύναμη ψυχής απαιτείται να έχεις για να εκδηλώσεις τον πόθο σου για έναν άνθρωπο; Πόσο πρέπει να σε καίει η επιθυμία για εκείνον που καμία άλλη φράση να μη βγαίνει απ’ το στόμα σου, παρά μόνο το «σε θέλω»; Και μη μου πεις ότι έχεις ακούσει πιο δυνατή λέξη απ’ αυτή.
Η επιθυμία δε φαίνεται στις φωνές και στις επιδείξεις λατρείας και πόθου. Κρύβεται μεταξύ ύπαρξης κι ανυπαρξίας, σιωπής και ήχου, λέξεων κι αναρχίας. Μέσα από μια ατέρμονη πάλη συναισθηματικής φόρτισης και σωματικής εκτόνωσης ακούστηκαν τα πιο δυνατά «σε θέλω» κι όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο ήταν μόνο ψίθυροι, που απλώς γαργάλισαν το αυτί σου, δυο λέξεις που μπορεί κιόλας να φαντάστηκες ότι ειπώθηκαν, δυο λέξεις που όσος ήχος τους έλειπε τόσα περίσσεια συναισθήματος και πάθους είχαν.
Τα πιο δυνατά «σε θέλω» ακούστηκαν σε δωμάτια που δεν είχαν θέα για όλους, σε παγκάκια που δε χωρούσαν άλλοι παρά μόνο δύο, σε κρεβάτια που δυο άνθρωποι έγιναν ένα και δόθηκαν ο ένας στον άλλο χωρίς αύριο. Σε μπαλκόνια που περάσαμε καλοκαιρινές βραδιές και τα ξημερώματα μας βρήκαν σε μια αγκαλιά να ψελλίζουμε αυτό που νιώθαμε.
Τα πιο δυνατά «σε θέλω» ακούστηκαν σε βόλτες δίπλα στη θάλασσα και σε φεγγαράδες που χαζέψαμε παρέα με τον άνθρωπό μας, σε στιγμές που δε μας ένοιαξε ο κόσμος, αφήσαμε έξω απ’ την κλειδαρότρυπα τα αδιάκριτα βλέμματα και συγκεντρώσαμε σ’ αυτές τις δύο λέξεις όλο το νόημα της επιθυμίας.
Ξέρετε κάτι; Η ψυχή δεν έχει ανάγκη από φωνές για ν’ ακούσει τον πόθο, έχει ανάγκη από χάδι. Κι όπως τα χέρια χαϊδεύουν το κορμί, όπως τα χείλη αφήνουν γλυκά σημάδια, έτσι και τα λόγια πρέπει να χαϊδεύουν, χωρίς να πληγώνουν τον έρωτα. Ο έρωτας γεννιέται στη σιωπή, πάντα τα πολλά λόγια κι οι άσκοπες φλυαρίες τσαλακώνουν τη μαγεία της στιγμής.
Πάψε και ψιθύρισε. Νιώσε τη σαγήνη των ψιθύρων, την αισθαντικότητα των λέξεων, τη βαθιά σύνδεση με την ψυχή σου και με την ψυχή του άλλου.
Δεν ποθείς για να αναδείξεις την επιθυμία σου, ούτε για να επιβεβαιώσεις το πόσο θέλεις κάποιον. Όπως έλεγε κι ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ: «Μίλα μου ψιθυριστά αν μου μιλάς γι’ αγάπη». Μήπως δεν αναγνωρίζεις τον προσωπικό τόνο και την οικειότητα ενός ψιθύρου; Υπάρχει μια εσωτερικότητα στην επικοινωνία δύο ανθρώπων που ψιθυρίζουν την αγάπη και μια βαθιά ανάγκη ν’ αγγίξουν το μέσα τους.
Μια στιγμή μόνο για δύο και για όλα όσα νιώθουν. Ένας ψίθυρος που γίνεται η μετουσίωση του πόθου και δυο κομμένες ανάσες που παλεύουν άχαρα με την ανάγκη της ψυχής να φωνάξει ότι γουστάρει. Κι απ’ την άλλη ο πόλεμος συνεχίζεται.
Οι λέξεις αναζητούν αποδέκτη και ‘συ δε βρίσκεις άλλο συμβατό πέρα απ’ τον άνθρωπό σου. Δε βρίσκεις λόγο να βροντοφωνάξεις το πάθος σου για να τονώσεις την αυτοπεποίθησή του έρωτά σου, γιατί βλέπει στα μάτια σου πόσο τον θέλεις, σε διαβάζει, αισθάνεται το κορμί σου να πάλλεται στα χέρια του.
Μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα ειπώθηκαν τα πιο δυνατά «σε θέλω», χωρίς παρουσία τρίτων και βροντερών φωνών. Μια αγκαλιά, δυο χέρια σφιχτά τυλιγμένα γύρω σου, χείλη ίσα που ν’ ακουμπάνε στο αυτί σου και δυο λέξεις ψιθυριστά δοσμένες, ικανές να ξυπνήσουν το πιο πρωτόγνωρο ρίγος στο κορμί σου.
Καμία φαντασμαγορική επίδειξη λατρείας δεν είναι ικανή να κάνει αυτούς τους έρωτες να ζηλέψουν. Γιατί έχουν ανακαλύψει την ουσία.
Στα ψιθυριστά.