Ζούμε στην εποχή που όλοι εμφανίζονται ως φωτεινοί παντογνώστες, γνωρίζοντας τα πάντα για το καθετί ή ακόμα κι αν δε γνωρίζουν, έχουν κάτι να σου πουν για όλα, να σχολιάσουν, να επικρίνουν, να γίνουν κακεντρεχείς, να σε κάνουν να νιώσεις ανασφάλεια.
Μερικοί σου συμπεριφέρονται σαν ένα άβουλο ον, ως έρμαιο, έτοιμο να σε χειραγωγήσουν όπως γουστάρουν αυτοί, να κάνουν εκείνοι κουμάντο στη ζωή σου, να σ’ εκμεταλλευτούν και μετά μην τους είδατε.
Και ναι, κάποιες φορές τα καταφέρνουν, σε φέρνουν σε δύσκολη θέση, σε κάνουν να αισθάνεσαι μειονεκτικά. Καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που τους γνώρισες, εκνευρίζεσαι με την αναισθησία και την αδιαφορία των ανθρώπων, είσαι ένα βήμα πριν το φόνο.
Κι εκεί, πάνω σ’ αυτό το βράσιμο της ψυχής σου, λες «δε θα σκάσω εγώ για σας». Όχι γιατί δεν είσαι ικανός να τους βάλεις στη θέση τους, αλλά γιατί καλύτερα να το παίξεις χαζός και να βγεις αλώβητος απ’ όλη αυτήν την κατάσταση, που οδηγεί στην ψυχική σου καταρράκωση.
Η αλήθεια είναι ότι κατά βάθος θα ‘θελα να ‘μαι χαζή, να μην καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου, να μη νιώθω. Να ξυπνάω το πρωί και να μη σκέφτομαι αν αργήσω στη δουλειά, την τυχόν παρατήρηση του αφεντικού μου που με θέλει ένα καλοκουρδισμένο ρομποτάκι, χωρίς ανθρώπινες αδυναμίες, άγχη και κούραση.
Έναν υπαλληλάκο θέλουν οι εργοδότες, που να τους βγάζει τη δουλειά, χωρίς νέες ιδέες, προτάσεις κι ιδανικά. Να συμφωνεί σ’ όλα, γιατί αυτοί έχουν πάντα δίκιο.
Εκείνη τη στιγμή είσαι σε θέση εξάρτησης από ‘κείνον, ξέρει ότι τον έχεις ανάγκη και ξέρεις κι εσύ πόσο χρειάζεσαι αυτήν τη δουλειά. Κάνεις λοιπόν το χαζό και ξεκινάς να παίζεις τον άχαρο ρόλο σου.
Θα ‘θελα όταν κοιτάζω ένα φίλο στα μάτια, να βλέπω αλήθεια κι όχι προσποίηση. Να μου δημιουργούνται συναισθήματα ασφάλειας κι αξιοπιστίας, να ξέρω ότι είναι ένας άνθρωπος στον οποίον μπορώ να στηριχτώ.
Υπάρχουν, όμως, στιγμές που κι εκείνοι σε κρίνουν, σε συμβουλεύουν με βάση τα δικά τους βιώματα κι επειδή σ’ αγαπούν δε βλέπουν ότι εσύ πρέπει να ζήσεις τη ζωή σου με τον τρόπο που έχεις επιλέξει. Τότε κάνεις πάλι το χαζό, γιατί δε θέλεις να διαπληκτιστείς μαζί τους. Τους αγαπάς, αλλά δε συμφωνείς.
Θα επιθυμούσα μ’ όλο μου το είναι να ‘μουν τόσο χαζή, που ό,τι κι αν έβλεπα στον άνθρωπο που ερωτεύτηκα, να μην έδινα σημασία. Να μην ανησυχούσα, να μην ενδιαφερόμουν, να μην ανέπτυσσα άμυνες, να μη μου κόστιζε η αδιαφορία, να μη με πλήγωνε το ψέμα, να μη σιχαινόμουν την προδοσία, να μη μου έλειπε, να μην τρελαινόμουν που είναι πια μ’ άλλη. Πόσο μεγάλη γιατρειά θα ‘ταν αυτή!
Ο κόσμος όμως για να υπάρχει, δε θέλει μόνο αγάπη, αλλά κι αλληλεγγύη. Δεν μπορείς ν’ απομονωθείς απ’ τους ανθρώπους που συναντάς κάθε μέρα. Θα ‘ταν ιδανικό για την ψυχική ηρεμία μου να μπορώ ν’ αντικρίζω τον πόνο και να μη νιώθω τίποτα, να μην προβληματίζομαι για τ’ αύριο.
Να μη με θλίβουν οι άστεγοι, εκείνοι που ανάβουν σβησμένες γόπες απ’ το πεζοδρόμιο, εκείνοι που σ’ εκλιπαρούν για ένα κομμάτι ψωμί. Θα ‘θελα να ‘μαι τόσο χαζή, ώστε να μη μ’ αγγίζει ο πόνος του άλλου.
Πόσο ουτοπικό θα ‘ταν να μη με βασάνιζε η αδιαφορία κι η βραδύνουσα συμπεριφορά των διπλανών μου, που το μόνο σίγουρο επακόλουθό τους είναι τα νεύρα μου που γίνονται κρόσσια. Γιατί να χαλάω εγώ τη μέρα μου για τον άγαρμπο που τσαλαπάτησε το μικρό μου πατουσάκι μέσα στ’ αστικό, χωρίς να ζητήσει μια συγγνώμη;
Στη σημερινή κοινωνία κανείς δε νοείται να παραμένει χαζός, εκτός κι αν ο ίδιος έχει επιλέξει να μην αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες εκπαίδευσης και κατάρτισης που του δίνονται. Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να μην ενημερώνεσαι για ό,τι συμβαίνει, αλλά και να μην αποκτάς μιαν άποψη, έστω κι ετεροκατευθυνόμενη.
Είναι μεγάλο κατόρθωμα να ‘σαι χαζός σε μια κοινωνία ξύπνιων. Έχεις το πάνω χέρι, γιατί δε χρειάζεται ούτε να προσποιηθείς για κάτι, ούτε να απολογηθείς για ό,τι δεν κατάλαβες, αλλά ούτε να μετανιώσεις επειδή δεν έδρασες. Ζεις ξέγνοιαστα, χωρίς να σε νοιάζει τι γίνεται γύρω σου. Είθε να ‘μουν χαζή λοιπόν, ίσως τότε να ‘μουν ευτυχισμένη.