Διαβάζοντας, έπεσα πάνω στη φράση του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Σαν τον καφέ είναι ο έρωτας, άλλοι τον προτιμούν βαρύ γλυκό, άλλοι τον θέλουν με ολίγη, οι πιο πολλοί τον πίνουν μέτριο, κι όλοι το ίδιο τον πληρώνουν». Μία φράση που θέλεις δε θέλεις σε βάζει σε σκέψεις για τον τρόπο που ζεις, ερωτεύεσαι και παίρνεις αποφάσεις για τις σχέσεις σου. Αλήθεια, κάνοντας την αυτοκριτική σου, μπορείς να πεις ότι αυτό που ζεις ξεπερνά τη μετριότητα;
Ζούμε σε μια εποχή που προσπαθώντας ν’ ανελιχθούμε επαγγελματικά, να δικτυωθούμε κοινωνικά και να ευδοκιμήσουμε οικονομικά, αφήνουμε τον προσωπικό τομέα τελευταίο και καταλήγουμε με ό,τι μας συμφέρει. Και φυσικά δεν εννοώ συμφέρον οικονομικό, εννοώ ό,τι μας βολεύει, χωρίς να καταβάλλουμε ιδιαίτερη προσπάθεια διεκδίκησης και κατάκτησης, αρκεί να περνάμε την ώρα μας και να λέμε ότι έχουμε κάποιον δίπλα μας.
Κι ερωτώ: ο άνθρωπος που έχεις δίπλα σου είναι αυτός που ονειρευόσουν να έχεις; Είναι εκείνος που σου ξυπνά τον καλύτερο εαυτό σου; Είναι εκείνος που σε εξιτάρει καθημερινά να αφουγκράζεσαι νέα δεδομένα στη ζωή σου και να πείθεσαι τελικά να δοκιμάζεις κάτι που ποτέ δε θα τολμούσες; Είναι εκείνος που σε κάνει αγρίμι απ’ τον πόθο, αλλά και παιδί εσωτερικά; Είναι εκείνος που στην αγκαλιά του ξεχνάς τα προβλήματά σου; Είναι εκείνος που σε κάνει καλύτερο άνθρωπο εν τέλει;
Αν στις ανωτέρω ερωτήσεις προς τον εαυτό σου απαντήσεις αρνητικά, έστω και σε μία, τότε σκέψου ότι μάλλον συμβιβάστηκες με κάτι μέτριο. Μία μέτρια κατάσταση για κάποιον, δε σημαίνει ότι είναι μέτρια και για κάποιον άλλον. Ο καθένας μας έχει τα δικά του μέτρα και σταθμά. Το μέτριο κρίνεται πάντα με βάση αυτό που ο καθένας μας θεωρεί ιδανικό για τον εαυτό του.
Σαν τον καφέ είναι ο έρωτας λοιπόν, απαραίτητος για να ξυπνήσεις, να δεις τη ζωή με καθαρά μάτια, με τεντωμένες τις κεραίες σου. Ένας εθισμός είναι ο έρωτας, που χωρίς αυτόν δεν μπορείς να ζήσεις.
Οι περισσότεροι συμβιβάζονται με τη μετριότητα στον έρωτα, για την ακρίβεια την αποζητούν. Ο λόγος είναι ότι δεν αντέχουν όλοι τα μεγάλα πάθη, ούτε φτιάχτηκαν όλοι για να αγαπάνε σε βάθος και με αλήθεια. Πρέπει να δοθείς ολοκληρωτικά για να νιώσεις, να μην αφήσεις ούτε ένα ψήγμα εγωισμού μέσα σου, να αισθάνεσαι περισσότερο το εμείς παρά το εγώ.
Γι’ αυτό κάποιοι μένουν σε μικρές δόσεις έρωτα, κάποιοι άλλοι σε ρομαντικές και γλυκανάλατες σχέσεις, κάποιοι πάλι σε λίγες μόνο βραδιές. Λίγοι τολμούν να ερωτευθούν και ν’ ανατρέψουν τη ζωή τους. Να πουν «γι’ αυτόν τον έρωτα, αξίζει να κάνω μία νέα αρχή», να τα παρατήσουν όλα και να ξεκινήσουν απ’ το μηδέν, αρκεί δίπλα τους να έχουν εκείνον που ποθούν. Θέλει κότσια ο έρωτας, θάρρος και θράσος, θέλει δύναμη ψυχής για να υπερβείς τα όριά σου και να θέσεις νέα.
Και ξέρεις κάτι; Περνώντας τα χρόνια, κάνεις πολύ πιο δύσκολα επανεκκίνηση στα συναισθήματά σου. Επαναπαύεσαι στα κεκτημένα σου, στις συναισθηματικές καβάντζες σου, στους ανθρώπους που κι οι ίδιοι έχουν συμβιβαστεί στο «λίγο» σου, σε εκείνους που ποτέ δεν ονειρεύτηκαν να ζήσουν έναν τρελό έρωτα, σε εκείνους που ήθελαν απλώς μια ήσυχη ζωή. Να βρουν έναν άνθρωπο, να κάνουν οικογένεια, να περνούν τα χρόνια, να κυλά η ζωή.
Και κάπως έτσι, χάνουμε το νόημα τόσο της ύπαρξής μας, όσο και του έρωτα. Αλλά και πάλι, δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον για τις επιλογές του. Είναι τι ζητά ο καθένας, τι θέλει να ζήσει, τι αντέχει.
Δε γεννηθήκαμε όλοι για να ερωτευόμαστε με πάθος, να διεκδικούμε με πυγμή έναν άνθρωπο που θέλουμε με όλο μας το είναι, να ματώνει η ψυχή μας απ’ την απόρριψη, να καιγόμαστε τα βράδια απ’ τη ζήλεια που είναι μακριά μας, να πεθαίνουμε να πάρουμε μία τζούρα απ’ το κορμί του, ν’ ανασταίνεται η ψυχή και μετά πάλι ξανά απ’ την αρχή.
Οι δυνατοί έρωτες είναι για λίγους. Για εκείνους που δε συμβιβάστηκαν ποτέ με τα χλιαρά αισθήματα, τις γλυκανάλατες σχέσεις και τη μετριότητα. Είναι για εκείνους που αντέχουν τον πόνο, την έκθεση και την αυτοταπείνωση. Ο έρωτας είναι ένας παραλογισμός, μια τρέλα που εύχεσαι να τη ζήσεις για όσο και να έχει παραμυθένιο τέλος. Άλλωστε, για ένα παραμύθι δε ζούμε;
Αλλά και να μην έχει αίσιο τέλος, αυτοί οι λίγοι το ταξίδι θα το κάνουν. Αυτή είναι η διαφορά με τους υπόλοιπους. Ο καθένας παίρνει τελικά αυτό που του αξίζει. Τουλάχιστον, να είναι κάτι για το οποίο πάλεψε, γιατί σίγουρα τότε θα έχει άλλη αξία.