Πού είσαι; Σε ψάχνω τόσα χρόνια. Ναι, μη μου κρύβεσαι, σε σένα μιλάω, ύπουλε κι άπιαστε έρωτα. Είναι στιγμές που νιώθω ότι μ’ εκδικείσαι για κάτι που σου ‘χω κάνει, χωρίς να ξέρω τι. Μ’ αφήνεις στη μοναξιά μου για καιρό κι έρχεσαι ξάφνου με μια παταγώδη εμφάνιση σαν από μηχανής Θεός, βολιδοσκοπείς την κατάσταση, αφήνεις τα σημάδια σου και φεύγεις. Τι σου ‘χω κάνει, άτιμε; Γιατί δεν έρχεσαι να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας; Σε βαρέθηκα!
Βαρέθηκα τα παιχνιδάκια σου, τις ανίκητες σιωπές σου, τα δωράκια που μου στέλνεις κατά καιρούς και μετά το μετανιώνεις κι εν μία νυκτί τα παίρνεις όλα πίσω, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς να σ’ ενδιαφέρει που με αδειάζεις τόσο άχαρα. Σε ικανοποιεί αυτό το κενό. Αρέσκεσαι να γνωρίζεις ότι μόνο εσύ μπορείς να το γεμίσεις ολοκληρωτικά και να με κάνεις ευτυχισμένη.
Άτιμε, βαρέθηκα να βγαίνω με φίλους περνώντας απλώς την ώρα μου για να γεμίζω το χρόνο μου και να διασκεδάζω. Όσο και να τους αγαπώ, όσο και να προσπαθούν να με παρηγορήσουν ότι η ευτυχία αργεί κι ο έρωτας με περιμένει στη γωνία, νιώθω λειψή. Χαίρομαι που τους βλέπω αγκαλιά στα χέρια που επέλεξαν, χαμογελάω με αλήθεια στα φιλιά που ανταλλάσσουν μπροστά μου, αισθάνομαι όμορφα για εκείνους που βρήκαν το νόημα στη ζωή.
Κι εγώ; Είναι η ερώτηση που έρχεται στο μυαλό μου όταν επιστρέφω σπίτι κι είμαι μόνη, μακριά απ’ τα χαμόγελα και την οχλαγωγή. Εγώ πότε θα σε απολαύσω, μπάσταρδε; Πότε σκοπεύεις να έρθεις και να μου δοθείς απόλυτα; Πότε θα εγκαταλείψεις αυτό το άψυχο προσωπείο που γουστάρεις να φοράς και θα ξεγυμνώσεις την ψυχή σου μπροστά μου; Πότε θα σταματήσεις να παίζεις με τις αντοχές μου;
Δε μου αρέσει η μιζέρια, τη σιχαίνομαι. Πάντα είμαι χαμογελαστή μπροστά στους φίλους, κρύβω στα άδυτά μου την όποια απελπισία μου. Απεχθάνομαι τη λύπηση που προκαλεί η μοναξιά. Στους άλλους μπορεί να μιλάω για μοναχικότητα, αλλά τις ώρες που είμαι μόνη μπορώ να το φωνάξω και να το αποδεχθώ. Είμαι παρέα με τη μοναξιά μου. Και τότε σπάει το προσωπείο του κλόουν και δίνει ρεσιτάλ η παραπονιάρα και γκρινιάρα ψυχή μου, η οποία αρχίζει να ζητά. Να ζητά ανθρώπους και καταστάσεις που δεν μπορώ να της προσφέρω.
Και ξέρεις γιατί; Γιατί όλα εξαρτώνται από σένα και μισώ τις εξαρτήσεις. Πώς γίνεται, ενώ μου έχεις δώσει μόνο πόνο κι ανθρώπους «λίγους» και μικρόψυχους που δεν είχαν το θάρρος ν’ αναμοχλεύσουν την ψυχή μου, ανθρώπους που έμειναν μόνο για μια βραδιά, ανθρώπους που λάκισαν στην απόσταση, που φοβήθηκαν την τρέλα μου, που παρεξήγησαν το πάθος μου, που με έφτασαν στα όρια της αξιοπρέπειάς μου, που μ’ έκαναν κάποιες στιγμές να τα πατήσω, ακόμη να σε γυρεύω; Πώς γίνεται να μην έχω πάψει να σ’ αναζητώ;
Βαρέθηκα να σε περιμένω, έρωτα, ακούς; Κουράστηκα με τις μικροπροσφορές σου και τις υποθήκες κάλπικων ελπίδων. Κάνε μία ανατροπή κι εσύ. Ξέρεις, απ’ αυτές που δεν τις περιμένεις. Θέλω επιτέλους να σε ζήσω απόλυτα και καθολικά, χωρίς αιρέσεις και προθεσμίες, χωρίς παρεξηγήσεις και δυσκολίες. Έλα ατόφιος και δώσε μου ό,τι μου χρωστάς. Σε έχει ανάγκη η ψυχή μου.
Υπόσχομαι να μη σου ζητήσω τόκους υπερημερίας για την υπερβολική καθυστέρηση και τα όσα έχω περάσει κατά τη διάρκεια της αναμονής σου. Αρκεί να έρθεις, να μη φοβηθείς να μου δοθείς, ν’ αφεθείς στην υπερβολή του συναισθήματος και να μ’ αγαπήσεις. Ζητάω πολλά;
Έλα έρωτα και δείξε μου τι αξίζεις. Σε περιμένω πολύ καιρό κι οι προσδοκίες μου είναι πολλές. Μη με διαψεύσεις.