Δεν ξέρεις γιατί επιλέγεις να γράψεις σε ‘κείνο το πρόσωπο ξανά. Αυτή τη φορά όχι δυο λόγια σε ένα γρήγορο μήνυμα, παίρνεις στο χέρι σου μολύβι και χαρτί. Με τον παραδοσιακό, κλασικό, τρόπο. Έτσι όπως έμαθες να γράφεις τις πρώτες σου λέξεις, όταν ακόμη ήσουν μωρό. Ξέρεις καλά πως το κάνεις γιατί θέλεις αυτή τη φορά αυτά που γράφεις να ‘χουν βαρύτητα, νιώθεις ότι αυτά που γράφεις θέλεις να ακουστούν.
Κατά βάθος, όμως, ελπίζεις πως αν το γράμμα σου έχει φυσική υπόσταση, δε θα αγνοηθεί με την ίδια ευκολία όσο ένα μήνυμα στο κινητό, που θα διαβαστεί κι εύκολα θα ξεχαστεί. Ξεκινάς να γράφεις και φαντάζεσαι την έκπληξη του παραλήπτη σου, όταν παίρνει το γράμμα στα χέρια του. Να σκίζει ανυπόμονα κι άτσαλα τον φάκελο, προκειμένου να δει τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό που του έχεις στείλει. Δεν τον είχες συνηθίσει σε τέτοια.
Ακόμη κι αν εσύ ήσουν αυτός που πάντα αναζητούσε την απόλυτη ελευθερία, ξεκίνησες να γράφεις ενώ βρισκόσουν στην αναμονή μιας αίθουσας αναχωρήσεων, γνωρίζοντας πως το αεροπλάνο εκείνο θα σε πάει σε ένα μέρος όπου και πάλι μόνος θα ‘σαι. Αναλογίζεσαι πόσες βραδιές χαλάσατε διαφωνώντας ακριβώς γι’ αυτό: πόσο δεν άντεχες τους συμβιβασμούς και τις δεσμεύσεις. Γούσταρες απόλυτη ελευθερία, να ‘στε και μαζί και χώρια. Δεν είχες γεννηθεί εσύ για σχέση και δεσμεύσεις, έλεγες. Ακόμη και το ενδιαφέρον του άλλου πολλές φορές ένιωθες να σε πνίγει.
Δεν ήθελες να δίνεις λογαριασμό σε κανένα για το τι έκανες το σαββατοκύριακο που εξαφανίστηκες και, ναι, όταν σε καλούσε αμέσως μετά τη δουλειά κι είχες τα νεύρα σου, δεν είχες καμία όρεξη να εξηγήσεις τους λόγους που ήσουν έτσι ή ακόμη και να απολογηθείς και να μπεις στη διαδικασία να πείσεις τον άλλο πως δεν ήσουν κάπως εξαιτίας του.
«Δεν είσαι τόσο σημαντικός ώστε να περιστρέφονται τα πάντα γύρω σου» ήθελες να φωνάξεις, αλλά σώπαινες από φόβο, μη χάσεις το σιγουράκι. Ή τουλάχιστον αυτό έλεγες στον εαυτό σου. Για ρομαντικά δείπνα ή μικρές εξορμήσεις, ούτε λόγος, αν είχες κανονίσει κάτι καλύτερο με την παρέα σου. Αν, φυσικά, είχες ξεμείνει από εναλλακτικές, εννοείται πως το ρομαντικό διήμερο σου φαινόταν ελκυστικό.
Είσαι ένας άνθρωπος που ‘χει μάθει να παίρνει κι όχι να δίνει και δυστυχώς ελάχιστες είναι οι φορές που το ‘χεις παραδεχτεί ακόμη και στον ίδιο σου τον εαυτό. Καμιά φορά, αναρωτιέσαι ακόμη τι θα γινόταν αν μέρος του χρόνου που επενδύεις στην καριέρα σου, στα ενδιαφέροντά σου, στον εαυτό σου, γενικότερα, το αφιέρωνες στη σχέση σου με έναν άλλο άνθρωπο. Μήπως θα έκανες θαύματα ή θα γινόσουν λίγο καλύτερος άνθρωπος, πιο δοτικός, λίγο πιο ανοιχτός;
Κόβεις αυτές τις σκέψεις όμως, γιατί ξέρεις ότι ο κύριος λόγος που σε έσπρωξε στο να γράψεις αυτό το γράμμα είναι ότι κουράστηκες πια να γυρνάς σε ένα άδειο σπίτι μετά τη δουλειά ή το ποτό, οι νύχτες φευγαλέου έρωτα δεν είναι πλέον ικανές να σε αποφορτίσουν όσο θα ‘θελες, αλλά και γιατί το ενδιαφέρον κι εκείνη η κτητικότητα, που σου φαινόταν τότε γελοία, λίγο σου ‘χουν λείψει. Ίσως μια δεύτερη ευκαιρία να τη χρειαζόσουν. Πρώτο ενικό σκέφτεσαι και χαμογελάς, καθώς θυμάσαι πόσο πειραζόταν με το να μιλάς σε πρώτο ενικό για οτιδήποτε κάνατε μαζί.
Γράφεις όλα αυτά και κοιτάς το ρολόι. Σκέφτεσαι πως έχει πάει ήδη αργά και σε λίγο η πύλη θα κλείσει. Εύχεσαι τα πράγματα να ‘ταν λίγο διαφορετικά. Να μπορούσες να αλλάξεις κάποιες επιλογές -ή, μήπως, μπορείς; Κλείνεις το γράμμα με μία συγγνώμη, διπλώνεις τη σελίδα στα δύο και το χώνεις απρόσεκτα μέσα στην τσάντα σου. Ξέρεις πως δε θα το στείλεις ποτέ, δεν το έγραψες εξάλλου με αυτό τον σκοπό. Δεν έχει πια και νόημα να το κάνεις.
Είχες την ανάγκη να γράψεις, όμως, γιατί αυτός ο άνθρωπος ίσως ήταν, τελικά, για ‘σένα κάτι παραπάνω από σιγουράκι. Λένε, εξάλλου, πως, ό,τι κι αν έχει συμβεί, το καλύτερο που ‘χεις να κάνεις είναι γράψεις κάτι γι’ αυτό και να πας παρακάτω. Κι αυτό κάνεις. Μέχρι την επόμενη φορά που τα πράγματα θα γίνουν λίγο διαφορετικά.
Τελευταία αναγγελία της πτήσης σου. Επιβιβάζεσαι και πια ξέρεις πως ακόμη κι αν δεν είναι σίγουρο πως μπορείς ν’ αλλάξεις, μπορείς τουλάχιστον να προσπαθήσεις. Και την επόμενη φορά θα το κάνεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη