Κάθε άνθρωπος που πέρασε από τη δική σου ζωή και κατάφερε με οποιοδήποτε τρόπο να σε αγγίξει ή να σε επηρεάσει δικαιούται έναν καλό επίλογο κι ένα αντίο. Δε μιλάμε φυσικά για τους αδιάφορους, τα one night stand κι εκείνους που πέρασαν από τη ζωή σου και δεν κατάφεραν να κάνουν τη διαφορά. Αποχαιρετισμό δικαιούνται εκείνοι οι λίγοι και εκλεκτοί που ακόμη και αν έμειναν λίγο στη ζωή σου, άφησαν το σημάδι τους. Όταν όμως όλα έχουν τελειώσει και συνήθως όσο κι αν εθελοτυφλείς κατά καιρούς, ξέρεις πολύ καλά πότε το τέλος έχει έρθει, τότε ναι, μπορείς να γράψεις και το φινάλε μέσα σου.

Δεν είναι λίγες οι φορές που σε βασανίζουν τα «αν» και τα ερωτηματικά και σου στερούν ακόμη και τον ύπνο. Αν είχες προσπαθήσει περισσότερο, αν το είχες παλέψει λίγο ακόμα, αν δεν είχες ντραπεί να δείξεις όσα ένιωθες, αν υπήρχε ένας μαγικός τρόπος να καταλάβεις αν τελικά ένιωσες ποτέ κάτι ή ήταν απλά ο πόθος, η καψούρα και το απαγορευμένο που τρέλαινε το μυαλό σου και δε σε άφηνε σε ηρεμία τις νύχτες αλλά πολλές φορές και τις μέρες σου. Θυμάσαι ακόμη πως ένα απλό μήνυμα μπορούσε να σου φτιάξει τη διάθεση ακόμη και τις πιο δύσκολες μέρες, κυρίως γιατί σου προκαλούσε ενθουσιασμό. Οι συναντήσεις σας δικαιωματικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κάποιες από τις πιο συναρπαστικές εμπειρίες σου. Είναι ο αναθεματισμένος νόμος της έλξης βλέπεις κι εδώ δε μιλάμε για ετερώνυμα που έλκονται και λοιπές ιστορίες.

Κάπως έτσι λοιπόν, καθώς γνώριζες πως ο άνθρωπος αυτός, είχε μέσα του στοιχεία του κακού κι ανεξέλεγκτου εαυτού σου, αυτού που τα ήθελε όλα, κάπου τον απέφευγες. Συνειδητά έβαζες ένα όριο στο πόσο κοντά σου μπορούσε να έρθει. Απέρριπτες συχνά προτάσεις του ακόμη κι αν ήξερες πως μια συνάντηση μαζί του θα μπορούσε να σου δώσει ζωή, έμπνευση κι ενέργεια για εβδομάδες ολόκληρες. Το έκανες όμως γιατί το είχες ανάγκη, ήταν το δίχτυ ασφαλείας σου για να μην πληγωθείς, να μην κολλήσεις, να μη βγεις από την άνεση και την ασφάλεια του τείχους που κάθε wanna be κυνικός στήνει γύρω του.

Καμιά φορά αναπολείς την τελευταία σας συνάντηση. Προσπαθείς να τη φέρεις στο μυαλό σου με κάθε λεπτομέρεια, να τη χορτάσεις, με τον ίδιο τρόπο που κοιτάς κάποιον γνωρίζοντας πως ίσως δε συναντηθείτε ποτέ ξανά. Όσο κι αν προσπαθείς να θυμηθείς λεπτομέρειες, η προσοχή σου παραμένει εστιασμένη στο ότι το βράδυ εκείνο, το τελευταίο. Έχεις κουραστεί πια. Έχει περάσει καιρός κι έχεις βαρεθεί να κουβαλάς το βάρος όσων δεν είπες και όσων τελικά δεν ξέρεις αν ένιωσες και ποτέ. Έχεις εξάλλου πολλά και σημαντικά που ζητούν την προσοχή σου, ήθελες απλά να γράψεις δυο λόγια για να τελειώνετε. Δε γουστάρεις άλλο να έρχεται στο μυαλό σου σε γιορτές και γενέθλια ακόμη και τώρα. Ακόμη κι αν οι φίλοι στο έχουν πει πως δεν ήταν κάτι σημαντικό ώστε να αξίζει τόση προσοχή. Εσύ όμως ξέρεις μέσα σου καλά πως είχε την αξία κάθε ιδιαίτερης εμπειρίας.

Δεν τόλμησες λοιπόν να το ζήσεις και δε θα μάθεις ποτέ τι θα γινόταν αν είχες αφεθεί. Το χειρότερο όμως είναι πως πια έχεις την ωριμότητα να κατανοείς πως δε σου χρωστάει και δε χρωστάς. Ήταν «για όσο» από την αρχή. Το βάζεις λοιπόν στην άκρη και προχωράς. Παύεις να το σκέφτεσαι και προχωράς μέχρι τη στιγμή που ίσως «κάπου», «κάποτε» καταφέρετε να συγχρονιστείτε ξανά. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως το ίδιο πάντα έλκει το ίδιο του.

 

Συντάκτης: Νεφέλη Μπαντελά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου