Αποφοίτηση. Όλοι έχουμε περάσει απ’ τη φάση που έχουμε πάρει επιτέλους το πολυπόθητο πτυχίο, άλλοι λίγο πιο νωρίς κι άλλοι πιο αργά, κάποιοι εύκολα και κάποιοι άλλοι με περισσότερο ζόρι. Σε αυτήν την άχαρη περίοδο μετάβασης απ’ την ξέγνοιαστη ζωή του φοιτητή στην ενήλικη πλέον ζωή, τον πρώτο καιρό έχεις το πτυχίο στο χέρι σου κι αναρωτιέσαι τι ακριβώς θα το κάνεις. Αν δεν είσαι απ’ τους τυχερούς, εκείνους που θα ψάξουν και θα βρουν δουλειά μέσω γνωστού, αρχίζεις σιγά-σιγά να ψάχνεις αγγελίες στο ίντερνετ και να στέλνεις το βιογραφικό που μόλις συνέταξες. Ναι, αυτό που όταν το φέρνεις στο μυαλό σου σήμερα σε κάνει να ντρέπεσαι.
Το διάστημα της εργασιακής αναζήτησης, πήγες σε πολλές συνεντεύξεις. Κάποιες από αυτές ενθαρρυντικές κι άλλες σε έκαναν να θες να παρατήσεις την προσπάθεια κι απλά να κλειστείς στο σπίτι αγκαλιά με το Netflix. Ανάμεσα, όμως, στις πολλές συνεντεύξεις, υπήρξε εκείνη η μία που ξεχώρισε. Η καθοριστική συνέντευξη στην οποία δεν ήθελες να πας, γιατί πίστευες πως δεν είχε κανένα απολύτως νόημα να το κάνεις, αφού θεωρούσες πια πως δεν είχες ελπίδες να σε πάρουν.
Ίσως την περίοδο εκείνη να είχες χάσει γενικά κάθε ελπίδα. Έφτασες, λοιπόν, στο ραντεβού εκείνο με λίγα λεπτά καθυστέρηση, γιατί το αμάξι σου χάλασε στη διαδρομή, ναι, απ’ τις στιγμές εκείνες που το σύμπαν κάνει τα πάντα για να σε καταστρέψει ή και να σε προστατέψει, ποτέ δεν ξέρεις. Έφτασες, με τα πολλά, στο γραφείο κι όταν έδωσες το χέρι σου στον υπεύθυνο έτρεμες κι είχες ιδρώσει. «Ξεφτίλα» σκέφτηκες, αλλά συνέχισες.
Όταν σου πρότειναν να ξεκινήσετε δοκιμαστικά, δεν μπόρεσες να αντισταθείς και να μη ρωτήσεις «Δηλαδή, εσείς θέλετε;». Κι όσο απίστευτο κι αν σου φαινόταν, εκείνοι ήθελαν. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι στην πρώτη σου πραγματική δουλειά. Δεν ήταν μέρος κάποιου μαθήματος, ούτε πρακτική άσκηση. Τα ψέματα είχαν τελειώσει, κι εσύ είχες πλέον στα χέρια σου μία κανονική δουλειά και μία πραγματική ευθύνη.
Το ταξίδι, λοιπόν, αυτό που ξεκίνησε ξαφνικά κι απρόσμενα, άλλες φορές ήταν εύκολο κι άλλες δύσκολο. Κάποιες φορές ήταν εποικοδομητικό κι άλλες απλά χάσιμο χρόνου. Έζησες καταστάσεις που σε άλλαξαν, σε σκλήρυναν και σε έκαναν επαγγελματία. Γνώρισες άτομα αξιόλογα και μη, κάποιοι ήταν υποστηρικτικοί κι υπέροχοι κι άλλοι τοξικοί κι ανταγωνιστικοί. Άλλοι πίστεψαν ‘σε σένα κι άλλοι σε υποτίμησαν. Όλοι, όμως, είχαν επιρροή πάνω σου και συνέβαλαν σ’ αυτό που είσαι σήμερα. Μέσα σου ξέρεις καλά πόσο σε βοήθησαν και τους το έχεις πιστώσει. Έχεις μάθει, λοιπόν, τον σεβασμό, την ομαδικότητα, τη διπλωματία, τη σωστή διαχείριση πάνω απ’ όλα του ίδιου σου του εαυτού, έμαθες ποιος είσαι, έμαθες να ‘χεις αυτοπεποίθηση, έμαθες να σ’ εκτιμάς.
Όσο κι αν το γραφείο εκείνο έμοιαζε σαν δεύτερο σπίτι σου, όταν ήρθε η στιγμή να φύγεις και να κυνηγήσεις κάποια άλλα όνειρα, το ένιωσες. Ίσως κάποιους ανθρώπους που άφησες πίσω σου να τους ένιωθες οικογένειά σου, όμως, καλώς ή κακώς, στα επαγγελματικά δε χωρούν συναισθηματισμοί. Έτσι ήρθε η ώρα να κλείσεις μια γνώριμη πόρτα για ν’ ανοίξεις μια άλλη, που είχε να σου δώσει καινούρια και πιο συναρπαστικά πράγματα, που ίσως σου ταίριαζαν περισσότερο.
Ακόμη κι αν σήμερα έχεις περάσει από πολλά εργασιακά περιβάλλοντα κι αν ίσως τώρα είσαι στη δουλειά των ονείρων σου, δεν ξεχνάς από πού ξεκίνησες. Πάντα θα θυμάσαι όσα σου έμαθε η πρώτη σου δουλειά. Δε θα ξεχάσεις ποτέ τους πρώτους σου συναδέλφους, ούτε κάποιες απ’ τις συμβουλές που σου έδωσε ο πρώτος σου προϊστάμενος. Όπως και να ‘χει, όμως, τώρα πια αυτές τις στιγμές μπορείς να τις θυμάσαι μόνο μέσα από αναμνήσεις και φωτογραφίες. Κι έτσι πρέπει να ‘ναι.
Τελειώνοντας με μια φράση του Campbell, ας μην ξεχνάμε πως θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι ν’ αφήσουμε στην άκρη τη ζωή που είχαμε σχεδιάσει, για τη ζωή που μας περιμένει να την ζήσουμε!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη