Την προηγούμενη εβδομάδα, κι ενώ η καθημερινότητά μου συνεχιζόταν με τους ίδιους έντονους ρυθμούς, μεταξύ επαγγελματικών συναντήσεων και χαοτικής δημιουργικότητας, άρχισα να δέχομαι προσωπικά μηνύματα ανδρών που τυχαίνει να με ακολουθούν στο Instagram -με τους περισσότερους από αυτούς δε γνωριζόμαστε καν προσωπικά- προκειμένου να με ρωτήσουν αν ένα νέο προφίλ με το ονομετεπώνυμό μου που τους ακολούθησε μου ανήκει ή είναι ψεύτικο. Θεωρώντας πως πρόκειται απλά για κάποιο fake λογαριασμό που προσπαθεί να σπαμάρει ανελέητα χρησιμοποιώντας το όνομά μου, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία και προχώρησα σε έναν τίμιο αποκλεισμό και μια αναμενόμενη αναφορά του προφίλ αυτού.
Δεν αφιέρωσα ενέργεια στο περιστατικό καθώς και λόγω της ιδιότητάς μου γνωρίζω πως υπάρχουν πληροφορίες μου στο διαδίκτυο και με μια απλή αναζήτηση εύκολα βρίσκει κανείς πληροφορίες για την εργασία, τις σπουδές μου, εκθέσεις που έχω κάνει, βιβλία κι άρθρα που έχω γράψει, μέχρι και στοιχεία για τα μαγαζιά που προτιμώ να διασκεδάζω με τους φίλους μου. Επομένως, η έκθεση δεν είναι κάτι που με ενοχλεί ιδιαίτερα.
Λίγη ώρα αργότερα, ωστόσο, άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως το συμβάν δεν ήταν τόσο ασήμαντο όσο νόμιζα και ίσως άξιζε μεγαλύτερη προσοχή από μέρους μου, καθώς πλέον είχα στο inbox μου πενήντα περίπου μηνύματα που με ρωτούσαν για το προφίλ αυτό, το οποίο όπως με ενημέρωναν είχε πλέον εμπλουτιστεί με φράσεις που καλούσαν τους ακολούθους μου να κάνουν πραγματικότητα μαζί μου τις πιο άγριες φαντασιώσεις τους και πλέον υπήρχε κι ένας σύνδεσμος στο προφίλ που οδηγούσε σε μια πλατφόρμα που ονομάζεται FansMine.com. Ομολογώ πως δεν τη γνώριζα, αλλά με μια γρήγορη ματιά κατάλαβα πως πρόκειται για μια πλατφόρμα τύπου OnlyFans. Τα εν λόγω άτομα το είχαν πάει ένα βήμα παρακάτω κι όχι μόνο χρησιμοποιούσαν το όνομά μου αλλά και τη φωτογραφία μου. Τη στιγμή εκείνη, το προφίλ είχε ήδη πεντακόσιους εγγεγραμμένους χρήστες που επί πληρωμή υποτίθεται πως είχαν πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο, βίντεο και φωτογραφίες, ενώ απέμεναν ελεύθερες θέσεις για λίγους μόνο συνδρομητές.
Το μούδιασμα που νιώθει κανείς όταν βλέπει κάθε έννοια της προστασίας των προσωπικών του δεδομένων να καταπατάται είναι πολύ συγκεκριμένη αίσθηση, όπως επίσης και πως κάθε απόπειρα κλοπής και σφετερισμού της προσωπικής ταυτότητας προκαλεί περισσότερο αηδία παρά φόβο. Η μεγαλύτερη παραβίαση δε, που ένιωσα, ήταν η υποχρέωση να απαντήσω στα μηνύματα όσων με ενημέρωσαν για το προφίλ αυτό και να μπω στην ψυχοφθόρα διαδικασία να εξηγώ. Για μια στιγμή σκέφτηκα ακόμη και να κάνω το προφίλ μου ιδιωτικό για να αποφύγω αντίστοιχα περιστατικά στο μέλλον, όπως άλλωστε σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση, πάντα πάει το μυαλό μας πρώτα και λανθασμένα σε όσα μπορεί εμείς να μην έχουμε πράξει σωστά και μας συνέβη αυτό που μας συνέβη. Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν πως τη στιγμή εκείνη και για λίγα λεπτά αργότερα, δεν ήμουν σε θέση να σκεφτώ τι θα μπορούσα να κάνω για να προστατευτώ. Ένας φίλος μου έστειλε ένα email στο οποίο μπορούσα να απευθυνθώ προκειμένου να κατέβει το περιεχόμενο από την πλατφόρμα. Μια εβδομάδα μετά, δεν έχω λάβει απάντηση.
Το απόγευμα εκείνο και φεύγοντας από το γραφείο, είχα την καθιερωμένη συνάντηση με εκπροσώπους μιας οργάνωσης για την προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών την οποία υποστηρίζω. Για πάνω από ένα χρόνο, ασχολούμαστε με έρευνα με σκοπό την αφύπνιση και την ενημέρωση των ανθρώπων για την έμφυλη διαδικτυακή βία και για το πώς μπορούν να προστατευτούν. Όταν συνδύασα τη δράση μου αυτή με το γεγονός πως εγώ η ίδια που μάχομαι κατά της έμφυλης διαδικτυακής βίας μέσω ομιλιών, έρευνας και εκδηλώσεων, είχα πέσει η ίδια θύμα της, χαμογέλασα από αμηχανία κι αναρωτήθηκα αν τελικά όλα στον κόσμο είναι τυχαία, όσο και αν τέτοιες πράξεις δε θα πρέπει καθόλου να αντιμετωπίζονται σαν τυχαίες όταν πλήττουν έστω και προσωρινά την υπόληψη κάποιου. Σίγουρα κανείς δε θα ήθελε ο προϊστάμενός του, ο σύντροφος ή οι γονείς του να πέσουν σε τέτοιου είδους προφίλ ανθρώπων δικών τους, είτε αυτά είναι αληθινά είτε όχι.
Δεν ήταν η πρώτη μου σκέψη να απευθυνθώ στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, ωστόσο το βράδυ εκείνο και μετά από παρότρυνση ατόμων που εκτιμώ, αποφάσισα να στείλω ένα email στη δίωξη για να αναφέρω το περιστατικό και κυρίως να δω ποια θα είναι η καθοδήγηση που θα μου δώσουν. Στέλνω λοιπόν το email και πέφτω για ύπνο ήσυχη πως είχα πράξει όσα έπρεπε κι όσα περνούσαν από το χέρι μου. Το επόμενο πρωί, μέσα σε λιγότερο από οχτώ ώρες, έλαβα ένα απόλυτα επαγγελματικό email, τα καλά να λέγονται, από τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, που με ενημέρωνε πως προκειμένου να διερευνηθεί η υπόθεσή μου απαιτείται πλήρης και λεπτομερής προσδιορισμός των καταγγελλομένων, προσκομίζοντας παράλληλα και τα αντίστοιχα αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, με προέτρεπαν να μεταβώ σε οποιαδήποτε αστυνομική ή δικαστική αρχή για την κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς. Τέλος, δεν παρέλειψαν να αναφέρουν πως αν βρίσκομαι στο εξωτερικό, θα πρέπει να μεταβώ στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές. Καλοσύνη τους.
Δε θυμάμαι να έχω νιώσει τόσο βλάκας ξανά στη ζωή μου. Κυρίως γιατί για μια στιγμή πίστεψα πως πραγματικά θα μπορούσαν να με βοηθήσουν και να μου βρουν μια λύση. Από την άλλη, είμαι σχεδόν σίγουρη πως αν εργαζόμουν κι εγώ στη συγκεκριμένη υπηρεσία, θα απαντούσα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο καθώς δεν προβλέπεται κάτι άλλο από τις διαδικασίες και αυτό ήταν και το πιο απογοητευτικό από όλα. Τη στιγμή εκείνη συνειδητοποίησα πόσο αποθαρρυντικές είναι όλες αυτές οι διαδικασίες για κάποιον που θέλει να κάνει κάποια καταγγελία όταν στη σύγχρονη εποχή που ζούμε ο μόνος τρόπος να διερευνηθούν υποθέσεις που έχουν να κάνουν με τον ψηφιακό κόσμο είναι η μηνυτήριος αναφορά. Το περιστατικό αυτό με γύρισε επίσης χρόνια πίσω, όταν έμενα σε μια πολυκατοικία στην οποία ο γείτονας του πάνω ορόφου, εξοργισμένος από τον θόρυβο που ισχυριζόταν πως έκαναν οι μετανάστες του διπλανού διαμερίσματος, είχε βγει τουλάχιστον τρεις φορές με μαχαίρι στο διάδρομο και χτύπησε την πόρτα τους για να τους απειλήσει. Φυσικά, η αστυνομία δεν μπόρεσε ούτε τότε να κάνει κάτι, καθώς ναι, θεωρητικά, έγκλημα δεν υπήρχε. Για καλή τύχη των ανθρώπων εκείνων, ο σκληρός τύπος με το μαχαίρι μετακόμισε σε άλλο διαμέρισμα.
Μια εβδομάδα αργότερα, σε μια ακόμη συνάντηση, τα άτομα από την ομάδα εργασίας στους οποίους είχα διηγηθεί το περιστατικό, με ρώτησαν αν έβγαλα κάποια άκρη. Όταν λοιπόν τους διηγήθηκα όσα είχαν συμβεί, συζητήσαμε μαζί αν θα ήθελα να διηγηθώ το περιστατικό σε κάποια ομιλία και συζήτηση με το κοινό σχετικά με την έμφυλη διαδικτυακή βία. Το πρώτο που σκέφτηκα να πω ήταν πως ναι θα ήθελα να μοιραστώ την ιστορία αυτή σε ένα εργαστήριο για εφήβους αλλά σε καμία περίπτωση δε θα ήθελα να απογοητεύσω τα παιδιά με μια ιστορία που δεν είχε και την καλύτερη δυνατή έκβαση, δίνοντάς τους έτσι την εντύπωση πως τελικά σε όλα είσαι μόνος, ακόμη και αν κάτι τέτοιο τις περισσότερες φορές ισχύει. Δεν ήθελα να το κάνω, όχι μόνο για να μην τους πληγώσω, αλλά κυρίως για να μη θεωρήσουν πως είναι αβοήθητοι αν κάποτε βρεθούν στη θέση μου. «Είναι απίστευτο αλλά από τις οχτώ γυναίκες που είμαστε σε αυτή την ομάδα, η μια έχει δεχτεί έμφυλη διαδικτυακή βία», σχολίασε μια από τις συνεργάτιδες και άλλη μια, φανερά αγανακτισμένη ανέφερε πως στη θέση μου θα δημοσιοποιούσε το περιστατικό. Τότε λοιπόν γεννήθηκε η ιδέα για το άρθρο αυτό, με παρότρυνση κάποιου άλλου, πράγμα που μοιάζει απίστευτο καθώς ακόμη και αν είσαι έτοιμος να συμπαρασταθείς σε όλους τους συνανθρώπους σου ανά πάσα ώρα και στιγμή, όταν συμβεί σε εσένα κάτι, πολλές φορές δε σκέφτεσαι να κάνεις το προφανές.
Το ψεύτικο προφίλ στο Instagram έκλεισε μέσα σε λιγότερο από μισή ώρα μετά τις αναφορές των φίλων μου. Το προφίλ στη συνδρομητική πλατφόρμα θα πάρει κι αυτό τον δρόμο του. Από την ιστορία αυτή, σίγουρα θα κρατήσω την υποστήριξη των ανθρώπων που μου συμπαραστάθηκαν κι ένιωσαν εξοργισμένοι σαν να είχε συμβεί το περιστατικό στους ίδιους. Δεν μπορώ ωστόσο να μη σκεφτώ τους ανθρώπους που μπορεί να ενεπλάκησαν σε σοβαρότερες περιπτώσεις από τη δική μου και συγχρόνως, να έπρεπε να υποστούν και τη λαίλαπα της γραφειοκρατίας και των διαδικασιών χωρίς τελικά να βρουν το δίκιο τους. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι πως εγώ θα συνεχίσω να παρέχω βοήθεια με τον τρόπο μου σε όσους το χρειάζονται για να μη χρειαστεί να βασιστούν στην τύχη για να αποφύγουν μια δύσκολη κατάσταση, ακόμη κι αν οι ιστορίες που έχω να τους αφηγηθώ δεν έχουν πάντα happy end.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου