Θα μπορούσε να πει κανείς πως η ζωή μας έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια. Πριν κάποιες δεκαετίες σχεδόν κανείς δε φανταζόταν ότι η επικοινωνία θα διευκολυνόταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να ‘ναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου να κρατάμε διαρκή επαφή με φίλους κι οικογένεια ακόμη και αν αυτοί βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου.
Στις μέρες μας αυτό δεν ισχύει μόνο για τους ανθρώπους που είναι κομμάτι της ζωής μας έξω απ’ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και γι’ αυτούς που γνωρίζουμε μόνο μέσα από αυτά. Έχουμε πολλές φορές την ψευδαίσθηση πως τους γνωρίζουμε καλά. Ότι γνωρίζουμε τις συνήθειές τους, τους έρωτές τους, τα ενδιαφέροντά τους. Στην ουσία, όμως, το μόνο που βλέπουμε είναι μια εικόνα προφίλ, κάποια βασικά στοιχεία κι ό,τι άλλο εκείνοι επιλέγουν να μοιραστούν ή να μη μοιραστούν μέσα από το προφίλ τους στο Facebook και το Instagram.
Νομίζουμε πως ξέρουμε το χαρακτήρα τους ενώ στην ουσία μαθαίνουμε περισσότερα για τις διαταραχές τους. Αν κοιτάξουμε με προσοχή βλέπουμε αυτά που θέλουν να κρύψουν μέσα από αυτά που προβάλλουν. Όσα τους λείπουν ξεχωρίζουν περισσότερο από αυτά που υποτίθεται πως έχουν. Είναι περίεργο μα τόσο φυσικό συγχρόνως να έχουμε σχηματίσει άποψη για άτομα που έχουμε δει ελάχιστες φορές στη ζωή μας ή και καθόλου. Άτομα που μπορεί να μη συναντήσουμε ποτέ.
Ο ψαγμένος, ο κουλτουριάρης, ο πολυταξιδεμένος, το ψώνιο, ο φραγκάτος, ο ντροπαλός, ο πέφτουλας, ο ρομαντικός κι οι ταμπέλες δίνουν και παίρνουν -κάποτε αυθαίρετα, κάποτε αιτιολογημένα. Δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί να πέσουμε τυχαία πάνω σε διαδικτυακούς γνωστούς και φίλους στο δρόμο και να αναρωτηθούμε αν είναι όντως εκείνοι. Στο τέλος δειλιάζουμε να χαιρετήσουμε κι απλά τους προσπερνάμε. Όμως κάνουμε like στην επόμενη δημοσίευσή τους. Αν φυσικά μας κάνουν like κι εκείνοι.
Ναι, νομίζουμε ότι τους ξέρουμε. Θεωρούμε πως με κάποιο τρόπο έχουμε καταλάβει ποιοι είναι κι έχουμε ρίξει και μια κλεφτή ματιά στον τρόπο ζωής τους. Στην ουσία όμως ξέρουμε τα κόμπλεξ, τις ανασφάλειες, τους φόβους τους, την ανάγκη τους για αποδοχή, τη μοναξιά που κρύβουν μέσα τους. Πίσω από χιλιάδες φίλους, από like, love και σχόλια θαυμασμού, κρύβεται η ανάγκη για επιβεβαίωση κι αναγνώριση.
Ίσως μέσα από φωτογραφίες και κοινοποιήσεις κάποιοι προσπαθούν να τονώσουν την αυτοεκτίμησή τους και να θρέψουν μέσα τους την πεποίθηση ότι είναι και στην πραγματικότητα οι επαγγελματίες, σύντροφοι, φίλοι, οικογενειάρχες που θα ήθελαν να είναι. Δηλώνουν καλλιεργημένοι και πνευματώδεις ανεβάζοντας συνεχώς ποίηση και ρητά, ακόμη κι αν δεν έχουν πιάσει ποτέ στα χέρια τους τα συγκεκριμένα βιβλία -ή οποιοδήποτε βιβλίο.
Οι νάρκισσοι, αγαπημένη κατηγορία. Ναι, αυτοί που δε χορταίνουν το θαυμασμό και το φθόνο που φαντάζονται πως νιώθουν οι άλλοι όταν βλέπουν πόσο υπέροχοι είναι. Κι ας μη νοιάζεται κανείς πραγματικά για το ποσό σκληροί άνδρες και μοιραίες γυναίκες είναι. Μόνο που το πιστεύουν οι ίδιοι τους αρκεί, νιώθουν καλά.
Δείχνουν πως έχουν αλλάξει. Μέσα από χαρούμενες στιγμές ξέφρενης διασκέδασης δείχνουν πως δεν είναι πια οι έφηβοι που περνούσαν απαρατήρητοι στα σχολικά προαύλια. Το παιδί απ’ τη λαϊκή γειτονιά μπορεί πλέον άνετα να επιδεικνύει το γρήγορο κι ακριβό αυτοκίνητό του. Άλλαξε κι αυτό, βλέπεις, όπως άλλαξαν και τα ασχημόπαπα που τώρα δε χορταίνουν selfies με μύες και βάρη στα γυμναστήρια και ξανθά extensions.
Άλλοι πάλι δε χορταίνουν ευτυχία κι ικανοποίηση. Απ’ τη δουλειά, τη σχέση τους, τον καινούριο τους έρωτα. Δεν αρκεί ένα post τη μέρα σε Facebook και Instagram για να περιγράψει το πόσο τέλεια περνάνε. Χτυπούν ακατάπαυστα και καθημερινά με stories, κοινοποιήσεις και φωτογραφίες. Ακόμη και με φωτογραφίες που μπορεί να έχουν τραβηχτεί καιρό πριν κι απλά έχουν ανασυρθεί απ’ τα πλάνα αρχείου για λόγους εντυπωσιασμού.
Ας μην ξεχνάμε και τους εσωστρεφείς. Αυτούς που δεν κοινοποιούν συχνά, αλλά παραμένουν συνεχώς συνδεδεμένοι. Σε πρώτη ανάγνωση μας φαίνονται βαρετοί, ίσως και λίγο σνομπ. «Δεν ξέρουν αυτοί, παιδί μου, να χρησιμοποιούν τα social», σκεφτόμαστε κι έτσι απλά τους απορρίπτουμε ίσως λίγο πιο γρήγορα απ’ τους πιο εξωστρεφείς, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή άλλωστε. Ίσως τελικά πιστεύουν πως απλά δεν κάνουν κάτι το οποίο αξίζει να δημοσιευθεί.
Νομίζουμε ότι ξέρουμε το χαρακτήρα τους αλλά στην πραγματικότητα γνωρίζουμε μόνο τις διαταραχές τους. Αυτά που ίσως τους βασανίζουν και τους κρατάνε πίσω. Βλέπουμε αυτό που θα ήθελαν να είναι κι όχι αυτό που είναι πραγματικά. Ζητούν την αποδοχή κι ίσως προσπαθούν μέσα από μια εικονική πραγματικότητα να καλύψουν το κενό που τους αφήνει η πραγματική ζωή. Ένας εικονικός μικρόκοσμος όμως δεν είναι και δε θα γίνει ποτέ ζωή.
Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό μας, θα κάνουμε με την ίδια ευκολία like στην επόμενη δημοσίευση που θα εμφανιστεί στο news feed μας ή θα το σκεφτούμε και μια δεύτερη φορά;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη