Ζήλια! Το ισχυρότερο των συναισθημάτων με πλήρη δύναμη να καταστρέψει στο πέρασμά της, οποιαδήποτε διαπροσωπική σχέση και κυρίως μια ερωτική. Υπεύθυνη για δεκάδες ψυχοσωματικά προβλήματα και μια από τις σημαντικότερες αιτίες χωρισμών. Είναι θέμα που έχουν βασιστεί ολόκληρες ταινίες και σειρές και στο όνομά της έχουν γίνει πολλά εγκλήματα. Κάνει την εμφάνισή της παντού και με πρωτόγνωρο θράσος ελέγχει μυαλό και καρδιά. Αλαζονική και χωρίς ίχνος σεβασμού αφανίζει σε λίγα μόλις λεπτά, την εμπιστοσύνη που με τόσο κόπο και προσπάθεια έχει χτιστεί. Η διαχείριση αυτής αποτελεί ίσως ένα από τα πιο δύσβατα μονοπάτια, αφού χρειάζεται προσωπική δουλειά σ’ έναν πόλεμο μ’ έναν αθάνατο εχθρό. Φαντάζει σχεδόν μάταιο να μάχεσαι με κάτι αήττητο αλλά η συνειδητοποίηση πως μπορείς και θέλεις να το κάνεις θ’ αποτελεί πάντα μια ελπιδοφόρο αρχή.
Η ζήλια είναι κάτι ζωντανό με σάρκα κι οστά και τη συναντάς σε κάποιο πρόσωπο. Στο μυαλό μας έχει όνομα, επίθετο κι αποτελεί τον χειρότερό μας εφιάλτη. Κι εδώ ξεκινάει το παιχνίδι. Αναγκάζεσαι να παίξεις, αλλά αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να θυμάσαι, είναι πως εσύ πρέπει να νικήσεις. Ας παραδεχτούμε πως δε γίνεται ν’ αποκτήσεις κάποιο αντίζηλο τυχαία. Κανένας δε θα επέλεγε να μπει σε μια τόσο επίπονη διαδικασία χωρίς να υπάρχει έστω ένα μικρό πάτημα. Το σημαντικό σ’ αυτό το σημείο είναι να μην πάρεις το πάτημα -αυτό το μικρό- και το κάνεις τεράστιο, διότι στο τέλος θα σου γυρίσει μπούμερανγκ.
Είναι σίγουρα ανθρώπινο όταν τα συναισθήματα για τον άνθρωπό σου είναι έντονα να μεγαλοποιείς οτιδήποτε συμβαίνει και να υπεραναλύεις κάθε κίνηση. Εδώ είναι η λεπτή γραμμή που άθελά μας πατάμε αφήνοντας χώρο στη ζήλια να πάρει τα ηνία. Ένα βλέμμα, μια κίνηση, ένα χαμόγελο, ένα αστείο, ένα υπονοούμενο, λίγη παραπάνω οικειότητα, ένα άγγιγμα κι η φωτιά άναψε. Δικαίως άναψε. Κι εμείς αντί να τη σβήσουμε, ρίχνουμε κι άλλο λάδι στη φωτιά χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Ξεκινάει ένας ασυναίσθητος Γολγοθάς υποβάθμισης και διάλυσης του αντίζηλου. Πιανόμαστε από κάθε τι που αφορά στη ζωή του και με άσχημο τρόπο παρουσιάζουμε, μια άποψη στον σύντροφό μας που μέχρι τότε ίσως και να μην την είχε σκεφτεί ποτέ. Νιώθουμε πως απειλούμαστε και στην προσπάθειά μας να μη χάσουμε τον έρωτά μας, μπαίνουμε σε μια διαδικασία που στο τέλος μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα επιφέρει. Η εξόντωση του αντίζηλου είναι πλέον μονόδρομος και με μια ευκολία κρίνουμε τη συμπεριφορά, τις κινήσεις, τη δουλειά, τις φιλίες, το οικογενειακό περιβάλλον του, νομίζοντας πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα επηρεάσουμε τον άνθρωπό μας. Ιδανικά θα επιθυμούσαμε να κόψει κάθε επαφή, πράγμα που είναι χειριστικό κι ακραίο, οπότε αναγκαζόμαστε να επισπεύσουμε όλα τα άλλα μέσα για να πετύχουμε τον σκοπό μας.
Υποβαθμίζουμε κάθε πτυχή του, αναφερόμαστε με άσχημο τρόπο σ’ αυτόν, ξινίζουμε και χαλάμε τη διάθεσή μας όποτε τύχει να συναντηθούν. Προκαλούμε ασυνείδητα τσακωμούς κι εντάσεις έχοντας ως μόνο στόχο να μη χάσουμε τον άνθρωπό μας. Αγγίζουμε με συγκράτηση τα όρια της κακίας -χωρίς πραγματικά να το θέλουμε- κι υποβάλλουμε το ταίρι μας σε μια διαδικασία να μας γνωρίσει σε μια κατάσταση που μας βγάζει τον χειρότερό μας εαυτό. Αυτό που πραγματικά καταφέρνουμε υποτιμώντας τον αντίζηλο είναι η ουσιαστική του αναβάθμιση στο μυαλό του αγαπημένου μας. Εξιδανικεύουμε και δημιουργούμε ένα περιβάλλον ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε. Σπαταλάμε χρόνο, διάθεση, ενέργεια και στιγμές, ασχολούμενοι με το θέμα αυτό, πράγμα που του προσδίδει αξία. Γινόμαστε εμμονικοί και πλάθουμε στο μυαλό του συντρόφου μας κάτι το απαγορευμένο και κάτι το οποίο σίγουρα θα φέρει ένταση. Και ξέρετε τι συμβαίνει με τα απαγορευμένα, ε; Είναι καταπάτηση της ελευθερίας να απαγορεύσεις είτε με ευθύ είτε με έμμεσο τρόπο οτιδήποτε στον σύντροφό σου. Ξαφνικά, νιώθει φυλακισμένος και λειτουργεί όλο ανάποδα. Αν πεις σ’ ένα παιδί να μη φάει αυτό το γλυκό, το πρώτο πράγμα που θα κάνει μόλις φύγεις είναι να το φάει, είτε του αρέσει είτε όχι. Έτσι συμβαίνει και με τους αντίζηλους.
Ξεχνάμε πως μειώνοντας μια άλλη προσωπικότητα, ασχολούμαστε μ’ αυτή άρα αφιερώνουμε κάτι από εμάς. Το χειρότερο όμως είναι πως άθελά μας φαινόμαστε στα μάτια της αγάπης μας, μικροπρεπείς. Χάνουμε την αυτοεκτίμηση, την αυτοπεποίθηση, τον αυτοέλεγχο και κυρίως το σεβασμό μας. Κι εδώ που τα λέμε ποιος θέλει να είναι μ’ έναν αδύναμο άνθρωπο; Αυτός που στο τέλος βγαίνει χαμένος, είσαι εσύ. Έχεις καταστρέψει την εικόνα σου μα πρώτα από όλα δεν αναγνωρίζεις εσύ ο ίδιος τον τρόπο που συμπεριφέρεσαι. Το αποτέλεσμα θα είναι να χάσεις τον άνθρωπό σου μόνο και μόνο επειδή οι αντιδράσεις σου είναι λάθος. Υπάρχει σίγουρα το ενδεχόμενο αυτό που διαισθάνεσαι για τον αντίζηλο να είναι αληθινό, σημασία όμως έχει ο τρόπος που το επικοινωνείς.
Η ζήλια είναι ένα τέρας. Εμφανίζεται όπου εκείνο θέλει. Ας παραδεχτούμε όμως πως εμείς φταίμε που το τρέφουμε κι είναι υποχρέωσή μας να μην του μοιάσουμε. Κατόρθωμα θα είναι να το εξαφανίσουμε τελείως, αλλά είναι δύσκολο. Είναι πιο εύκολο να το διαχειριστούμε πριν μας φάει. Η ζήλια κι οι στρατιώτες της -οι αντίζηλοι- υπάρχουν για να μας υπενθυμίζουν πως ο έρωτας είναι εγωιστής, ιδιοτελής, ανταγωνιστικός, κτητικός αλλά η μεγαλύτερη κινητήριος δύναμη του κόσμου. Ας μην τους κάνουμε αντίπαλους. Ας θεωρήσουμε τη διαχειρίσιμη και με μέτρο ζήλια μαζί με όλους τους αντίζηλους μας, ένα όμορφο τρόπο να συνειδητοποιήσουμε και να δείξουμε στον άνθρωπό μας πως είμαστε ερωτευμένοι. Αν μη τι άλλο, άνθρωπος που δε ζηλεύει ή δε δείχνει έστω λίγο τη ζήλια του, δεν έχει υπάρξει αληθινά ερωτευμένος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου