Είτε είναι ερωτικές, είτε είναι φιλικές, είτε συναδελφικές, κάθε είδους σχέσης είναι λες κι έχει φτιαχτεί για να μας ζορίζει. Αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα, βέβαια, που λέγανε οι παλιοί. Έρχεται όμως ο καιρός που κάποιος θέλει να εγκαταλείψει το καράβι. Ίσως να κουράστηκε, ίσως να μπούχτισε, ίσως να βρήκε αλλού ενδιαφέρον, ίσως γιατί του τελείωσε και δεν έχει κάτι άλλο να δώσει. Υπάρχουν χίλιοι δύο λόγοι για να αποχωρήσει κάποιος από μια σχέση. Όποιος κι αν είναι αυτός ο λόγος, όμως, υπάρχουν κι αρκετοί τρόποι να το κάνει, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο.
Μάλιστα, υπάρχει κι αυτή η κατηγορία που θα φύγει από μια σχέση μες στη χαριτωμενιά και στα -χαχαχα- και -χουχουχου-, με τη γλύκα και το χαμόγελο, λες και αποχαιρετιζόμαστε μετά τον καφέ κι εντάξει μωρέ, τα λέμε από βδομάδα πάλι. Είναι εκείνοι που φοβούνται να κλείσουν την πόρτα πίσω τους. Εκείνοι που θα ήθελαν αύριο-μεθαύριο που θα το μετανιώσουν, να την ξανανοίξουν, ή τουλάχιστον να έχουν την επιλογή. Με ένα μήνυμα «καλησπέρα τι κάνεις;» ή ένα «χρόνια πολλά» στη γιορτή σου, θα ξαναεμφανιστούν και θα θελήσουν να συνεχίσουν από εκεί που το άφησαν.
Έτσι, θέλουν να σε κρατήσουν εγκλωβισμένο στα καλά σας, στα ατέλειωτα χαμόγελά σας, στις περιπέτειες, στις φάσεις που ξεκαρδιστήκατε με κάτι που μόνο εσείς καταλάβατε, σε όλα αυτά που θα μπορούσαν να σας κάνουν να ξανά είστε μαζί. Κι ας μην ξανα είστε. Κι ας λιώνεις εσύ στην αναμονή κι ας παίρνεις mixed signals. Το ζήτημα είναι πώς θα μείνει η πόρτα ανοιχτή, με κάθε κόστος. Είτε ήταν το κολλητάρι που τελικά δεν ήταν και τόσο κολλητάρι, είτε ήταν το άλλο σου μισό, παραμένουν άνθρωποι που έφυγαν γιατί το επέλεξαν, μα τώρα θέλουν να γυρίσουν πίσω. Και θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να γίνει αυτό πιο εύκολα.
Ενδεχομένως το χειρότερο στην όλη υπόθεση, να είναι η ίδια η πρόθεση. Διότι εδώ, το κίνητρο δεν είναι η δυσκολία να φύγει κανείς ή τα πολύ δυνατά αισθήματα που τον κρατάνε προσκολλημένο. Είναι καθαρά και ξάστερα η δημιουργία μιας καβάτζας. Καλώς ή κακώς, όταν κάποιος φύγει απ’ τη ζωή μας, ψάχνουμε να βρούμε κάποιον άλλο να γεμίσει το κενό. Και μέχρι να βρεθεί ο νέος αυτός άνθρωπος, ψάχνουμε με ποιον απ’ τους παλιούς μας φίλους ή εραστές θα γεμίσουμε το κενό. Γι’ αυτό βολεύει να μένουν οι πύλες μισάνοιχτες. Γιατί θες να έχεις και την καβάτζα σου, όσο κι αν τον πληγώνει τον άλλον αυτή η θέση στη ζωή σου. Εσύ, πατάς πάνω στο ότι προτιμάει να έχει έστω μια θέση από το να μην έχει καμία. Μπορεί και να βγει σε καλό, δε λέω το αντίθετο. Μπορεί κι ο άλλος να ‘χει την ίδια ανάγκη και να σε θέλει στη ζωή του για τον ίδιο λόγο. Αν όχι όμως;
Ας μη γεμίζουμε απλά ένα κενό γιατί έτσι μας βόλεψε. Να είμαστε έτοιμοι για όλα, να είμαστε εκεί για να σταθούμε πλάι στον άλλο τίμια, αφήνοντάς τον να φύγει. Να είμαστε αληθινοί. Να μάθουμε να στηρίζουμε τις αποφάσεις μας. Στο αντίο δεν ταιριάζει το χαμογελάκι, έτσι κι αλλιώς. Υπάρχει βέβαια πάντα και το ενδεχόμενο να φεύγεις από κάπου μες στη χαρά γιατί η απόφαση σε λυτρώνει. Είναι όμως διαφορετικό να είναι αυτή η χαρά εργαλείο σου για να μπορείς να ξαναγυρίσεις.
Τέλος, να θυμάσαι το εξής: Όσο πολιτισμένα και να αποχωρήσεις από μια σχέση, υπάρχει περίπτωση, όταν κι αν θελήσεις να γυρίσεις, η πόρτα που νόμιζες πως είναι μισάνοιχτη να είναι καλά σφραγισμένη πια και θα πρέπει να συμφιλιωθείς με αυτό. Γι’ αυτό, πριν φύγεις σκέψου το καλά. Να είναι συνειδητή η επιλογή σου κι όχι να μοιάζει με ημίμετρο. Κι αν η πόρτα μείνει κλειστή, θα ξέρεις πως πρέπει να προχωρήσεις. Αν πάλι ανοίξει, θα ξέρεις πως δεν έγινε γιατί χειραγώγησες έναν άνθρωπο να αφήσει το κλειδί εκεί για σένα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου