«Και σου έχω πει βρε μωρό μου, όταν έρχομαι να μείνω σπίτι σου, να μου έχεις πάντα διαθέσιμα ένα στιλό και πολλές κόλλες χαρτί!»
«Συγγνώμη αγάπη μου αλλά, να, ξέρω ότι οι περισσότερες γυναίκες όταν πάνε να κοιμηθούν στο σπίτι του καλού τους, ενδιαφέρονται να υπάρχει χώρος να απλώσουν τις κρέμες τους και να΄ναι καθαρό το μπάνιο.»
Μου απάντησε με αυτό το λατρεμένο ειρωνικό υφάκι και την απορία στο βλέμμα για το αν έπεσε πάλι πάνω σε παράδοξη γκόμενα, συνεπώς another freak again.
«Η βεράντα σου είναι ο χώρος που μ΄ ενδιαφέρει μωρό μου, όχι το πόσα τετραγωνικά είναι το σπίτι σου κι αν διαθέτει καναπέδες με δερμάτινη επένδυση. Αυτή η θέα! Αυτή η κρυφή πύλη στη συνειδητότητα. Θα πλήρωνα όσο όσο γι΄αυτήν!»
Εκείνος συνέχισε να με κοιτάει με το ύφος «γιατί σε μένα όλες οι τρελές;»
«Βρε μωράκι μου γλυκό, εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος! Kαι δεν εννοώ τον δικό μας που είναι έτσι κι αλλιώς, αλλά εκείνον, τον διαχρονικό. Τον έρωτα του Ουρανού και της Γης. »
Ο καλός μου μένει σε μια καμαρούλα μια σταλιά δύο επι τρία στην Καλλίπολη του Πειραιά.
Κι αν η καμαρούλα είναι δύο επί τρία στην κυριολεξία κι όχι επειδή ταίριαξε με το γνωστό λαϊκό άσμα, η βεράντα λοιπόν είναι δύο επί δύο. Ακόμα πιο σταλιά.
Αλλά σταλιά σταλιά κι αχόρταγα τα πίνει τα φιλιά της. Όχι της Μαρινέλλας, της Γης.
Ανάμεσα από πολυκατοικίες με κακοβαλμένες κεραίες και θερμοσίφωνες, ξεπροβάλλει λαμπρότατη η γαλάζια Θεά. Ναι Θεά. Δεν έκανα λάθος τον τόνο. Για άλλους είναι θέα. Για μένα είναι Θεά.
Μια Θεά που σε αναγκάζει να δεις κατάματα την αλήθεια.
Αν κι εφ΄όσον βέβαια μέσα απ΄τους καταιγιστικούς γρήγορους ρυθμούς της ζωής σου, καταφέρεις να κοντοσταθείς και να προσέξεις το ολοφάνερο. Και ποιο είναι το ολοφάνερο; Λίγοι το παρατηρούν.
Κι ακόμα πιο λίγοι αντέχουν να κρατήσουν αυτή τη σκέψη για πάνω από εξήντα δευτερόλεπτα.
Για κάτσε, παρατήρησε.
Όπα! Πέρα απ΄αυτήν την κυριούλα που βγήκε ν΄απλώσει στο μπαλκόνι και πίσω από κείνη την κεραία δίπλα στα σπασμένα κεραμίδια, βλέπω να ξεπροβάλλει μια γραμμή. Ξεκάθαρη γραμμή.
Μια κοίλη γραμμή που χωρίζει το μπλέ της θάλασσας, με την πιο ανοιχτή απόχρωση του γαλάζιου ουρανού, αλλά που ταυτόχρονα ενώνει απόλυτα αυτά τα δύο.
Κοίτα να δεις, που είναι η υδρόγειος που μας έδειχναν στο σχολείο, τώρα live.
Μα ναι. Είναι μια τεράστια μπάλα κι εγώ που κάθομαι στην καρεκλίτσα σ΄ αυτό το βεραντάκι είμαι το μυρμήγκι που κάθεται σ΄αυτήν την τεράστια μπάλα.
Κι όσο παρατηρείς κι εμβαθύνεις στην εικόνα, βλέπεις να ενώνεται απόλυτα το μπλε και το γαλάζιο και να φαίνεται σα να κάνουν έρωτα.
Και δεν σταματούν. Κάνουν έρωτα αίωνιο κι εσύ αισθάνεσαι ακόμα πιο μυρμήγκι.
Ρε ποια δουλειά; Ποια ζωή;
Όσο εγώ ασχολούμαι να εκπληρώσω τους στόχους που μου έθεσε η κοινωνία να πετύχω κι καθώς τα μαλλιά μου θ’ασπρίζουν απ΄την υπερπροσπάθεια, εκείνοι οι δύο θα συνεχίσουν να κάνουν έρωτα.
Και θα πέσουν σπίτια, κοινωνίες, πολιτικές. Κι εκείνοι οι δύο, ακόμα το χαβά τους.
Στο δείχνουν ολοφάνερα
Αρκεί να σηκώσεις τα μάτια σου απ΄τη μυρμηγκοφωλιά σου και να το προσέξεις.
Κι αν συλλάβεις την εικόνα για πάνω από ένα λεπτό, μαγεύεσαι.
Κοιτάς γύρω σου τότε τα άλλα μυρμήγκια να εκτελούν σκυφτά τις εργασίες τους κι αναρωτιέσαι.
«Ε! στραβάδια! Ρε ‘σεις δεν το βλέπετε; Ρε πετάχτε για λίγο τα καλούπια σας και δείτε την Θεά με τον Θεό! Καλέ ‘σεις, αυτοί σπάνε πλάκα με την τύφλα σας. Βγάζετε ο ένας τα μάτια του άλλου, στήνετε δολοπλοκίες, εκδικήσεις. Σαπίζετε στο χώμα, όσο η Γη κι ο Ουρανός, κάνουν έρωτα.»
Κι ο ήλιος τους κάνει χάζι. Απλώνει τις ηλιαχτίδες του και σας χαϊδεύει για να σηκώσετε τα μάτια και να δείτε την μαγεία που εκτυλίσσεται μπροστά σας.
Και μαζεύονται τα σύννεφα κι αποφασίζουν να γίνουν ένα.
Μπας και σας τρομάξουν κι αναγκαστείτε να σηκώσετε τα μάτια ψηλά. Αλλά εσείς εκεί. Απτόητοι.
Προσηλωμένοι στους τιποτένιους τσακωμούς σας, την αυτολύπησή σας, τους μηδαμινούς ερωτές σας.
Γιατί ο έρωτας «με πήρε, δεν με πήρε τηλέφωνο», είναι μηδαμινός σε σχέση με τον αιώνιο έρωτα που έχουν εκείνοι οι δύο.
Βρε θλιβερές υπάρξεις βουλώστε το λίγο. Βυθιστείτε στην σιωπηρή μαγεία.
Δεν ακούτε τον ήλιο που βροντοφωνάζει «Ε! Άνθρωποι! Τι στο διάολο κάνετε εκει κάτω;»