Πριν χρόνια πρωτοπροβλήθηκε η ταινία «The notebook» βασισμένη στο βιβλίο του Nicolas Sparks και παραμένει blockbuster μέχρι και σήμερα. Κατά κόρον οι περισσότεροι στέκονται στο love story. Εγώ στάθηκα στο γεγονός ότι τα παιδιά της πάσχουσας από Alzheimer, Ally, προχωρούν τις ζωές τους μακριά απ΄το κέντρο φροντίδας.
Αυτός που μένει και την φροντίζει μέχρι το τέλος, είναι ο σύζυγός της Noah.
Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει σύζυγός για να φροντίσει τον ηλικιωμένο γονέα με Alzheimer ή ανοία;
Εδώ στην Ελλάδα έχουμε γαλουχηθεί με την χριστιανική εντολή «τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Μπαίνεις λοιπόν στο δίλημμα αν θα σπαταλήσεις τις περισσότερες ώρες της ζωής σου στο το να φροντίζεις ένα ενήλικο μωρό (πόσο μάλλον αν δεν έχεις κάνει δικά σου), ή αν θα αφήσεις τον γονέα σε κάποιο γηροκομείο με τις ενοχές να σε τρώνε για πάντα ότι τον πέταξες.
Η Βάσω, αδερφή της γιαγιάς μου Τασίας, μετακόμισε στο σπίτι μας πριν εννέα χρόνια αφ’ ότου απεβίωσε ο άντρας της.
Παιδιά δεν είχε για να την φροντίσουν αλλά έτσι κι αλλιώς πάντοτε όταν παραθερίζαμε στο χωρίο, γιαγιά την φωνάζαμε και την αγαπούσαμε το ίδιο. Ήταν πολύ πρόσχαρος άνθρωπος και απ΄αυτές τις γυναίκες που ανοίγουν το σπίτι τους σε κάθε ξένο. Σαν οικογένεια της πλέον, αναλάβαμε εμείς την ευθύνη της.
Η γιαγιά Βάσω μου έμαθε τι πραγματικά σημαίνει αστείρευτη υπομονή και ανοχή. Τα πρώτα χρόνια που δεν ήταν τόσο σοβαρό το πρόβλημα, αφήναμε την ίδια να παραλαμβάνει την σύνταξή της.
Ομολογώ ότι ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να τακτοποιώ το σπίτι και να παίζω το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, ανακαλύπτοντας εδώ κι εκεί 50ευρά που έκρυβε η γιαγιά δήθεν απ’ τους Γερμανούς.
Υπήρξαν πολλά αστεία περιστατικά που τα θυμάμαι με αγάπη κα μου λείπουν πολύ. Όπως τότε που η γιαγιά ξύπνησε τον αδερφό μου ξημερώματα για να πάει ν’ αρμέξει τις αγελάδες.
Ή τότε που την ρώτησα: «ποιον χαιρετάς γιαγιά; Και μου απάντησε: «Να,την Βαγγελίτσα που στέκεται δίπλα σου», εννοώντας την γειτόνισσα απ΄το χωρίο που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν. Ο αδερφός μου αναφέρεται ακόμα σ’ εκείνο το σκηνικό με την ατάκα απ΄την «6η Αίσθηση» : I see dead people…και γελάμε.
Τα βιώματα της Κατοχής ερχόντουσαν όμως όλο και πιο πολύ στην επιφάνεια, οπότε άρχισε να μην έχει πλάκα.
Η πόρτα κλείδωνε μόνιμα πλέον καθ΄ότι είχε τάσεις φυγής.
Δεν ήταν μόνο ότι έχανε την επαφή της με την πραγματικότητα, αλλά ξεχνούσε βασικές λειτουργίες όπως το πώς να περπατάει ή να τρώει. Χρειαζόταν βοήθεια για να πάει τουαλέτα. Το τρομερό δεν ήταν βέβαια αυτό, αλλά το ότι ξεχνούσε ότι είχε πάει πέντε λεπτά πριν.
Όταν φτάσαμε στο σημείο να τρώμε όλοι μαζί στο τραπέζι και να ουρλιάζει ότι την έχουμε εγκαταλείψει μόνη της στον ποταμό, εννοώντας τα χρωματιστά πλακάκια, έθεσα το ερώτημα μήπως θα έπρεπε να λάβει εξειδικευμένη φροντίδα από κάποιο κέντρο.
Ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος. Δε θα την εγκατέλειπε σαν κουρέλι, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Ξέρω πολλούς άλλους φίλους μου όμως, που βρήκαν ως καλύτερη λύση τη φροντίδα του ηλικιωμένου γονέα τους, από άτομα που γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν τέτοιες κρίσεις. Βασικά δεν υπάρχει η σωστότερη συνταγή. Ο καθένας κρίνει τι είναι καλύτερο και σε τι μπορεί να αντεπεξέλθει.
Όταν δεν έχουν επαφή πλέον με την πραγματικότητα, το περιβάλλον είναι έτσι κι αλλιώς άγνωστο, είτε μένουν στο σπίτι, είτε στο γηροκομείο.
Καταλαβαίνουν μόνο την παγκόσμια γλώσσα, την αγάπη. Κι ίσως όταν η υπομονή σου εξαντλείται καθημερινά από τις αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές μέσα στο σπίτι, να μην έχεις το κουράγιο να την εκφράσεις.
Στα τελευταία της η γιαγιά μου, δε θυμόταν καν να αρθρώσει λέξεις κι εκνευριζόταν που δεν κατανοούσαμε τα λόγια της, η καρδιά της χτυπούσε κόκκινο.
Τότε έκανα το εξής: την κοιτούσα βαθιά στα μάτια και της έλεγα: «Δεν πειράζει που δε σε καταλαβαίνουμε, εσύ καταλαβαίνεις πόσο σ’αγαπάω;» Τότε αμέσως χαμογελούσαν τα μάτια της και γαλήνευε.
Κάπως έτσι έφυγε κι απ’ τη ζωή. Με το σ’αγαπώ.