Ξαφνικά σειρήνες. Κόκκινα φώτα. Μπλε φώτα. Φωνές.
Βάζω κι εγώ τις φωνές. Αρχίζω να φοβάμαι. Και ξαφνικά τον είδα.
Ο μπαμπάς μου ερχόταν να με πάρει αγκαλιά. Αιμόφυρτος, ερχόνταν σχεδόν τρέχοντας κοντά μου.
Οι μορφασμοί του προσώπου του, μαρτυρούσαν πως πονούσε. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, μπορούσα να διακρίνω και μια έντονη ανησυχία. Όχι όμως για εμένα.
Συνέχισα να ψάχνω τη μαμά. Πουθενά.
Ο κύριος, μας απομάκρυνε από το σημείο και μας κατεύθυνε προς το αυτοκίνητο του. Είδα την μαμά μου και έτρεξα γρήγορα κοντά της.
Κόσμος άγνωστος έπεσε πάνω μου, για να με αποτρέψει να την πλησιάσω.
Ούρλιαζα, φώναζα. Και η μαμά, να με κοιτάει με βλέμμα απλανές, ξαπλωμένη στην άσφαλτο, ανάμεσα σε αίματα, σπασμένα τζάμια, τσαλακωμένες λαμαρίνες.
«Μην την κουνάτε», άκουσα κάπου από το βάθος να λένε. Κι έπειτα με πήραν μακριά.
Επτά μήνες μετά, είχα δει ελάχιστα τη μαμά. Την έβλεπα κυρίως ξαπλωμένη. Δε με αγκάλιαζε. Δε με φρόντιζε. Δε χαμογελούσε ποτέ.
Και ο μπαμπάς, δεν κάνει τίποτα. Έσπασε λένε τα πλευρά του.
Εγώ μένω από εδώ και από εκεί. Πονάει να σου λείπουν οι άνθρωποι που αγαπάς. Οι άνθρωποι που μέχρι εχθές, ήταν όλος σου ο κόσμος.
Πέρασαν οι μήνες και έφτασε η μέρα που η μαμά θα επέστρεφε σπίτι. Ντύθηκα, στολίστηκα και την περίμενα με ανυπομονησία να τρέξει κοντά μου, να με πάρει αγκαλιά.
Αντ’ αυτού, την μαμά κατέβασαν από το αυτοκίνητο τρεις και την κάθισαν σε μια καρέκλα.
Δεν έτρεξε κοντά μου. Δε χαμογέλασε που με ξαναέβλεπε. Μόνο δάκρυσε και γύρισε το βλέμμα της αλλού.
Και οι μέρες περνούσαν και η μαμά μόνο έκλαιγε και έσπρωχνε νωχελικά αυτή την καρέκλα, από κάτι ρόδες που είχαν κολλήσει στο πλάι, για να μετακινηθεί από την θέση της.
Ο πατέρας μου και τα αδέρφια μου ήταν όλοι πολύ ψύχραιμοι. Ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν πάνω από τα προσωπεία τους. Σύντομα η μαμά βρήκε πάλι το χαμόγελό της και πήρε μερικά κιλά.
Η αγάπη της οικογένειας είχε αρχίσει δειλά δειλά, να γιατρεύει τα τραύματα της ψυχής της.
Πέρασαν τα χρόνια και η μαμά αντλούσε όλο και περισσότερη δύναμη από την αγάπη που της δίναμε. Έκανε πλέον δουλειές και καλλιτεχνίες. Και κάπου εκεί άρχισα να καταλαβαίνω κι εγώ.
Μια μέρα, έπειτα από χρόνια, τη ρώτησα: «τι σε συντάραξε και άλλαξες την αρνητική σου στάση απέναντι στην ζωή;»
Μου απάντησε στοργικά, πως μία μέρα τρύπωσα στο κρεβάτι του μπαμπά και με άκουσε να τον ρωτάω με λυγμούς: «Μπαμπά, μπαμπά!! Η μαμά γιατί δεν περπατάει πια»;
Άλλαξε την στάση της, για να μου δείξει πως ο κόσμος δε χρειάζεται να έχει πόδια για να προχωράει. Πως μπορεί να κόψει περισσότερα χιλιόμετρα με την ψυχή του.
Μπορεί να διανύσει τεράστιες αποστάσεις με τα έργα του, ακόμα και αν αυτά τα κάνει καθηλωμένος σε μια καρέκλα.
Αρκεί μόνο να υπάρχει αγάπη. Αγάπη ανιδιοτελής. Που δίνει, χωρίς να περιμένει να πάρει. Αγάπη σαν αυτή που της δώσαμε, όσο καιρό μας χρειαζόταν.
Γιατί τώρα -δεν σας το’πα- είναι η πιο δυνατή από όλους μας.