Στοίβαζαν τα πράγματα στο αυτοκίνητο. Κάθε τρεις και λίγο, εκείνη έλεγχε για τυχόν ελλείψεις. Εκείνος, την έπιασε από τους ώμους, της έδωσε ένα γλυκό φιλί και την καθησύχασε.
Έπειτα, έπιασε αποφασιστικά το τσαντάκι με τα καλλυντικά και της είπε:
«Αυτό θα μείνει εδώ».
Ήταν κάτι καινούριο για εκείνη. Αυτός πάλι, είχε πολυετή εμπειρία. Έτσι εξηγούνταν και η άνεση του. Ήξερε τι χρειαζόταν και που θα το βρει. Όλα λοιπόν του φαίνονταν εύκολα.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και άρχισαν να καταπίνουν χιλιόμετρα. Εκείνη αποκοιμήθηκε. Την ώρα που ξύπνησε, το αυτοκίνητο τσουλούσε αργά στον κατηφορικό, χωμάτινο δρόμο.
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Άδικα του φώναζε πως την παρέσυρε σε επικίνδυνες νέες εμπειρίες. Είχε δίκιο όταν της έλεγε πως το τοπίο θα την αποζημίωνε.
Πήρε μια τόσο βαθιά ανάσα, που κόντεψε να σκάσει. Ξίνισε μόνο τα μούτρα, όταν αντίκρυσε το κατάλυμά τους. Μια ταπεινή σκηνούλα, στημένη πάνω στην άμμο.
Εκείνος δεν περίμενε να την ακούσει να γκρινιάζει. Πέταξε την μπλούζα του κι έτρεξε για βουτιά. «Βάλε το μαγιώ σου κι έλα. Δεν ξέρεις τι χάνεις», της φώναξε.
Ξέχασε τη σκηνή και βούτηξε στα παγωμένα νερά. Μαγεία.
Το υγρό στοιχείο ξύπνησε τον ερωτισμό τους. Ήταν αγκαλιά μέσα στην θάλασσα για ώρα. Εν τέλει εκείνος δεν άντεξε, την έπιασε αγκαλιά και την οδήγησε στην σκηνή.
Αποδείχτηκε πως τους χωρούσε μια χαρά.
Το βράδυ η διπλανή παρέα διασκέδαζε με κιθάρα, γύρω από τη φωτιά. Το κύμα συμπλήρωνε τη μελωδία. Τους κάλεσαν, βγάζοντας ταυτόχρονα δυο μπύρες από το ψυγειάκι. Κατέληξαν να τραγουδάνε όλοι μαζί «we all live in a yellow submarine, yellow submarine». Μάλιστα κάποιοι είχαν βάλει στραβά τα καπέλα και χόρευαν γύρω από τους άλλους.
Μέχρι το τέλος της βραδιάς, κάποιοι «άλλαζαν συκώτι» από τα γέλια, ενώ εκείνη άλλαζε την κοσμοθεωρία της.
Πίστευε πως το ελεύθερο camping σε απόκοσμες παραλίες, δεν είχε να σου προσφέρει τίποτα. Θεωρούσε ξιπασμένους και ίσως και λιγάκι ξεπεσμένους όσους ασπάζονταν αυτόν τον τρόπο διακοπών. Πως μπορείς να χαλαρώσεις στις διακοπές αν σου λείπουν βασικές ανέσεις, όπως ένα ζεστό μπάνιο ή ένα μαλακό κρεβάτι;
Το ξημέρωμα όμως, που ξύπνησε με την αλμύρα ακόμα πάνω στο σώμα της κι άνοιξε την πόρτα της σκηνής, σκέφτηκε πως δεν υπάρχουν καλύτερες διακοπές.
Ποιός μπορεί να συγκρίνει τα κοσμοπολίτικα κλαμπάκια και τις παραλίες, που είναι πίτα στον κόσμο, με αυτόν τον παράδεισο; Μια θάλασσα γεμάτη αντιηλιακό λάδι είχε συνηθίσει και τώρα αντίκρυζε πεντακάθαρα σμαραγδένια νερά.
Αισθάνθηκε ένα με την φύση γύρω της. Η θάλασσα που το βράδυ μανούριαζε, λες κι είχε νεύρα ο Ποσειδώνας, τώρα ήταν ήρεμη και την καλούσε κοντά της, όμοια με Σειρήνα.
Παρασύρθηκε και βούτηξε, αφέθηκε ελεύθερη, θαύμασε τον κόσμο που αποτασσόταν τις κοσμικές παραλίες. Εκείνος ξύπνησε λίγο αργότερα, βγήκε από την σκηνή κι άραξε στην αιώρα. Τον έβλεπε να την κοιτά με καμάρι να πλατσουρίζει σαν πιτσιρίκι στο νερό. Εκείνη πάντως ένιωθε μυθική γοργόνα, που της χαρίζεται όλο το υδάτινο στοιχείο.
Πήγε κοντά του. Πήδηξε πάνω στην αιώρα κι έπεσαν και οι δυο μαζί στην άμμο. Γέλια αντήχησαν σε όλη την παραλία.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
Πόσο την αγαπούσε έτσι απελευθερωμένη. Δίχως των ματιών της τις βαφές. Δίχως τα περιττά.
Πόσο τον αγαπούσε που της έμαθε να γελάει σαν να μην υπάρχει αύριο. Να εκτιμά τα απλά πράγματα.
Και οι δύο λάτρεψαν το πόσο άλλαξαν μαζί.